Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου βρισκόμουν,
στην Αθήνα στην Πλατεία Συντάγματος, μαζί με έναν Αμερικανό ρεπόρτερ, τον Κόνι
Πούλος. Είχε ξεκινήσει μια μεγάλη διαδήλωση. Οι οπαδοί του ΕΑΜ διαμαρτύρονταν
για τον αφοπλισμό των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Η αστυνομία είχε διαταχθεί να
σταματήσει τη διαδήλωση και είχε σχηματίσει ένα κλοιό στο δρόμο. Την
προηγούμενη μέρα η Κυβέρνηση είχε δώσει την άδεια της αλλά αργά τη νύχτα η
άδεια ανακλήθηκε. Οι αξιωματούχοι του ΕΑΜ δήλωσαν πως ήταν αδύνατο να
ματαιώσουν τη διαδήλωση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και αποφάσισαν να
προχωρήσουν
Ένα τεράστιο πλήθος γέμιζε το δρόμο
μπροστά από τον αστυνομικό κλοιό. Ξαφνικά ακούστηκαν πυροβολισμοί κι ακολούθησε
μια ριπή. Βρισκόμαστε με τον Κόνι έξω από τα Παλαιά Ανάκτορα, απέναντι από τον
κλοιό της αστυνομίας. Όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί εγκλωβιστήκαμε ανάμεσα στις
πρώτες γραμμές των διαδηλωτών και τους αστυνομικούς. Καλυφτήκαμε πίσω από το
τοιχαλάκι του δρόμου που οδηγεί στα ανάκτορα.
Με τους πρώτους πυροβολισμούς οι
διαδηλωτές έπεσαν κάτω.
«Πυροβολούν άοπλους», είπε ο Κόνι. «Ναι»
, του απάντησα, «κοίτα αυτόν αριστερά».
Σχεδόν 15 πόδια μακριά μας,
ένας άνδρας με πρόσωπο γεμάτο αίματα προσπαθούσε να σηκωθεί από το έδαφος.
Κρατούσε το στομάχι του κι αίματα ανάβλυζαν μέσα απ’ τα δάκτυλά του. Οι
σποραδικοί πυροβολισμοί σταμάτησαν μερικά δευτερόλεπτα. Οι διαδηλωτές σηκώθηκαν
και άρχισαν να διαλύονται. Μερικά σώματα έμεναν ακίνητα στο δρόμο. Κάποιος
ζητούσε βοήθεια. Όσοι τραυματίες μπορούσαν να περπατήσουν υποβαστάζονταν από
τους συντρόφους τους. Μετά από μια μικρή διακοπή η αστυνομία πυροβόλησε ξανά. Όταν
φάνηκε πως οι πυροβολισμοί σταματούν οριστικά, μερικοί διαδηλωτές εμφανίστηκαν
στην Πλατεία Συντάγματος για να μαζέψουν τους νεκρούς και τους βαριά
τραυματισμένους. Η αστυνομία πυροβόλησε και τους απώθησε.
Συνολικά η αστυνομία σκότωσε 23 και
τραυμάτισε 140, ανάμεσα τους και πολλές γυναίκες. Αυτό, όμως, δε σταμάτησε τους
διαδηλωτές που άρχισαν να κατευθύνονται προς τον αστυνομικό σταθμό απ’ όπου
αναχαιτίστηκαν με νέα πυρά.
Την ίδια στιγμή τα βρετανικά
τεθωρακισμένα που είχαν σταθμεύσει κατά μήκος της Πανεπιστημίου κινήθηκαν και
εμφανίστηκαν στο δρόμο οι άντρες της βρετανικής στρατιωτικής αστυνομίας. Οι
διαδηλωτές τους υποδέχτηκαν με ανακούφιση κι έτρεξαν στην Πλατεία Συντάγματος
να τους αγκαλιάσουν και να τους φιλήσουν.
Ένας Βρετανός αξιωματικός φώναξε στο διευθυντή
της αστυνομίας Άγγελο Έβερτ που στεκόταν στον εξώστην του αστυνομικού
αρχηγείου.
«Σταματήστε αμέσως να πυροβολείτε».
Ο Έβερτ απάντησε με αθωότητα «Ποιος
πυροβολεί;»
(Dmitri Kessel)Ένα τεράστιο πλήθος γέμιζε το δρόμο μπροστά από τον αστυνομικό κλοιό |
Ξαφνικά ακούστηκαν πυροβολισμοί και ακολούθησε μια ριπή Περισσότερες φωτογραφίες και κείμενα του Dmitri Kessel με κλικ ΕΔΩ |
Ο Dmitri Kessel γεννήθηκε στην Ουκρανία στις αρχές του 20ου αιώνα. Μετανάστευσε στην Αμερική το 1923 και εργάστηκε ως φωτογράφος στο περιοδικό "Life". Ταξίδεψε σ' ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο και οι φωτογραφίες του -μολονότι προορίζονταν για ένα εφήμερο μέσο- άντεξαν στο χρόνο. Σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους φωτορεπόρτερ του κόσμου και η δουλειά του έχει παρουσιαστεί σε πολλά βιβλία. Οι φωτογραφίες που έβγαλε, όμως, στην Ελλάδα το 1944, έμειναν οι περισσότερες ανέκδοτες και παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο λεύκωμα των εκδόσεων "Άμμος".
Με τη ματιά του μεγάλου σκηνοθέτη Θ. Αγγελόπουλου η έναρξη των Δεκεμβριανών του 1944 που σημάδεψαν και στιγμάτισαν τη σύγχρονη ιστορία μας με την ένοπλη επέμβαση των Βρετανών ενάντια στο ΕΑΜ.
Και η ποιητική αποτύπωση από τον Ποιητή Γιάννη Ρίτσο
από τις «Γειτονιές του Κόσμου»
(...)
Τι θέλεις, Τζον, εδώ πέρα; Γύρισε στην πατρίδα σου.
Η πατρίδα σου είναι μεγάλη, Τζον - είναι όμορφη η πατρίδα σου -
Είναι κείνα τα φώτα στην ομίχλη - και σε περιμένει, Τζον, η μάνα σου
Και σεργιανάει ο Βασιλέας Ληρ μες στην ομίχλη
Ο Βασιλέας Ληρ γδυμένος το βασιλικό του μεγαλείο και στο στέμμα του
Μ' ένα κλαδάκι μοναχά αγριελιάς στα άσπρα μαλλιά του, ο Ληρ μες στην
Ομίχλη του Λονδίνου
Ο Ληρ - όχι πια βασιλιάς - μα κάτι πιότερο, Τζον, ο Ληρ άνθρωπος
Ο Ληρ μες στην ομίχλη του Λονδίνου γυρεύοντας την Κορδέλλια
Ο Ληρ, Τζον, με τα βρώμικα γένεια του, τυφλός
Ψάχνοντας με τα δάχτυλά του δίχως δαχτυλίδια
Ψάχνοντας τον αγέρα και την καρδιά μας να πιάσει το χέρι της αγάπης
Τυφλός
ο Ληρ πλέοντας όλος μες στο θάμπος της αγάπης
Και κείνα τα φώτα στην ομίχλη φκιάχνοντας ένα φωτοστέφανο
Γύρω στ' αχτένιστα μαλλιά του Ληρ - Κι εμείς αγαπάμε, Τζον, το Ληρ
Κι ο Βεάκης έπαιξε το Ληρ στα θέατρά μας, Τζον,
Ο Βεάκης, Τζον, που με το φωτοστέφανο του Ληρ
Κάθεται αυτή την ώρα, Τζον, πίσω απ' τ' οδόφραγμα της Κυψέλης
Αυτήν την ώρα, Τζον, που ανηφοράει το τανκ σου στην Κυψέλη -
Και μεις, Τζον,
Πολύ αγαπάμε την Κορδέλλια, θαρρώ την αδελφούλα σου
Τη λένε Κορδέλλια. Κι η Κορδέλλια σε περιμένει, Τζον,
Να συνεχίσετε το διάβασμα των στίχων του Βύρωνα.
Νάτος ο Λόχος, Τζον, του Λόρδου Βύρωνα
Ο Λόχος, Τζον, των φοιτητών μπροστά στο τανκ σου, Τζον. Δε βλέπεις;
(...)
(...)
Ο Γιάννης Ρίτσος, στην επική τοιχογραφία του «Οι Γειτονιές του
Κόσμου», έχει αποτυπώσει ποιητικά την εποποιία της αντίστασης του λαού της
Αθήνας σε αυτή την κομβική φάση της μεγάλης δεκαετίας του 1940. Στο πρώτο
απόσπασμα που παραθέτουμε, καταγράφει ένα πραγματικό επεισόδιο: Τον μέγιστο
ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη - τον «καλύτερο βασιλιά Ληρ του κόσμου», όπως τον
χαρακτήρισε η κριτική της εποχής - να στήνει το οδόφραγμα της Κυψέλης, ενάντια
στα βρετανικά τανκς.
Στο δεύτερο απόσπασμα που ακολουθεί μάρτυρας και κατήγορος της επέμβασης είναι το άγαλμα του μεγάλου Άγγλου ποιητή και συμβόλου του πολιτικού κινήματος του φιλελληνισμού, του Λόρδου Μπάιρον:
Ξημερώνει. Τα τζάμια είναι ρόδινα. Κι η πολιτεία είναι ρόδινη.
Και τα τανκς του Τζον είναι μαύρα. Και μόνο
Οι νεκροί έχουν μείνει στους δρόμους της ρόδινης πολιτείας. Και μόνο
Το άγαλμα του Βύρωνα πίσω απ' το Ζάππειο,
Εκεί που στρίβουν οι ράγιες του τραμ για το Παγκράτι,
Καταμόναχο το άγαλμα του Βύρωνα πάνου απ' τους σκοτωμένους
Κοιτάει κατάματα τον Τζον
Κοιτάει τα μαύρα τανκς των πατριωτών του μέσα στη ρόδινη πολιτεία
Κι απαγγέλλει στο ρόδινο πρωινό την κατάρα του.
Μα ο Τζον δεν ακούει. Μόλις ξύπνησε.
Ερριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του.
Σαπούνισε καλά τα χέρια του. Δε βλέπει τίποτα πάνου στα χέρια του.
Κατεβαίνει τις σκάλες της «Μεγάλης Βρεττάνιας»
Σφυρίζοντας χαρούμενα το Τιπερέρι.
Κι ο Βύρωνας ολομόναχος απαγγέλλει πάνου από τους σκοτωμένους
Κοιτώντας τα μαύρα τανκς των πατριωτών του
Μέσα στη ρόδινη, την έρημη, την καταπληγωμένη Αθήνα.
πηγή σχολίων στα αποσπάσματα του ποιήματος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου