Ο Γιώργος Θεοχάρης προλογίζει τη Μάρω Δούκα
Το βιβλιοπωλείο μας και οι φίλοι του υποδέχθηκαν χθες Δευτέρα 17-1-2011, με αισθήματα ενθουσιασμού αγάπης και συγκίνησης τη σπουδαία συγγραφέα μας ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ στην παρουσίαση του βιβλίου της ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΕΙΝΑΙ ΖΟΡΙΚΟ ΠΟΛΥ στα πλαίσια του διαχρονικού κύκλου εκδηλώσεών μας με θεματική "Μνήμες εμφυλίου ... μνήμες ιστορίας ... η επιστροφή του πολιτικού μυθιστορήματος".
Ο φίλος μας ποιητής Γιωργος Θεοχάρης έκανε μια εξαντλητική και ταυτόχρονα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση στο βιβλίο την οποία παραθέτουμε ολόκληρη μαζί με φωτογραφικό υλικό από την εκδήλωση.Μάρω Δούκα: Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ
Σ’ εκείνο λοιπόν το βιβλίο ο βασικός μυθιστορηματικός ήρωας, ο τούρκος Αρίφ, έφθασε κάποιο χειμώνα στα Χανιά, πατρίδα των προγόνων του, απεσταλμένος του BBC, για να ερευνήσει τα μουσουλμανικά μνημεία της πόλης. Αυτή η αποστολή ήταν το πρόσχημα ή, αν θέλετε, η πιο καλή αφορμή για να ερευνήσει τις ρίζες του μέσα από ένα ταξίδι στο χρόνο βασισμένος στις ημερολογιακές σημειώσεις του τουρκοκρητικού παππού του. Στα Χανιά ο Αρίφ συναντά για πρώτη φορά τους συγγενείς του έλληνες, καθώς η γιαγιά του Αισέ δεν είχε ακολουθήσει την οικογένειά της στην Πόλη, αλλά έμεινε στα Χανιά, κοντά στον αγαπημένο της Αρμόδιο Φούμη. Η μυθιστορηματική πλοκή καθώς αναπτύσσεται αποκτά εξαιρετικό ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι του παρόντος. Εκείνο που μας είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε συνίσταται στη γνωριμία του Αρίφ με τα ανήψια του, αν και συνομήλικά του, γόνους της επιφανούς οικογένειας Κριαρά, την παιδίατρο Ελεονόρα και τον αδελφό της Πανάρη, ήρωα που κατάγεται από ένα άλλο μυθιστόρημα της Δούκα, την Αρχαία σκουριά. Κι ακόμη μας ενδιαφέρει η γνωριμία του Αρίφ με την κόρη της Ελεονόρας, την επαναστατημένη έφηβη Βιργινία, ο πατέρας της οποίας αυτοκτονεί. Ο Αρίφ καταγράφει ημερολογιακά τα επισυμβαίνοντα κατά την παραμονή του στα Χανιά και σκοπεύει να τα αφήσει ως παρακαταθήκη αυτογνωσίας στον γιο του Χάινριχ.
Οι προαναφερθέντες μυθιστορηματικοί χαρακτήρες περνούν και στο καινούριο βιβλίο και, κάποιοι, κινούν εκ νέου την αφήγηση και τη δράση παράλληλα και συμπλεκτικά με υπαρκτά πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα στα Χανιά, την Κρήτη, την Ελλάδα, από την δεκαετία του 1940 μέχρι σήμερα.
Ας δούμε την υπόθεση: η Βιργινία, με φορτωμένη την ψυχή της από την αυτοκτονία του πατέρα της, από την διαταραγμένη σχέση με τη μητέρα της κι από το θάνατο του εξαρτημένου από τις ουσίες φίλου της, διακόπτει τις σπουδές της στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας και επιστρέφει στα Χανιά. Το ότι διέκοψε δεν οφείλεται σε καμιά επικριτική ή απορριπτική διάθεση, αλλά επειδή η νεαρή γυναίκα διαπιστώνει πως σιγά σιγά στεγνώνει από φιλοδοξίες. Ένιωθα, λέει, σαν να βρισκόμουν στην άκρη ενός δρόμου απ’ όπου χαζολογούσα τους περαστικούς. Επιστρέφοντας στα Χανιά, η Βιργινία, βρίσκει ψυχική θαλπωρή κοντά στον υπέργηρο παππού της, από την πλευρά της μητέρας της, ο οποίος υπήρξε σημαίνον πρόσωπο της χανιώτικης κοινωνίας, γιατρός, δημοκρατικός φιλελεύθερος που συνεργάστηκε με το ΕΑΜ στην Κατοχή και μεταπολεμικά βουλευτής του Κέντρου. Κάθε Πέμπτη η Βιργινία επισκέπτεται τον παππού, ο οποίος ζει με τον γιο του Πανάρη και με τη φροντίδα της Γεωργιανής Νίνο, και συζητά μαζί του διαβάζοντάς του αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο. Κάποτε η Βιργινία βρίσκει μέσα στο βιβλίο ένα έγγραφο από το οποίο διαπιστώνει ότι τον Απρίλιο του 1945 ο αντισυνταγματάρχης Παύλος Γύπαρης απευθύνεται στον Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελο, που ήταν υπεύθυνος για τη διοίκηση της Κρήτης στην Κατοχή, και τον πληροφορεί πως βλέπει με θετικό μάτι την πρόταση των Γερμανών να μπει στα Χανιά με τους άνδρες του και να χτυπήσει τους ΕΛΑΣίτες. Η νεαρή γυναίκα αναρωτιέται τι γύρευαν οι Γερμανοί στα Χανιά την Άνοιξη του 1945, ενώ η χώρα είχε απελευθερωθεί τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους. Αναζητώντας απαντήσεις προστρέχει στην καθοδηγητική, κυρίως ως προς την εύρεση βιβλιογραφίας, βοήθεια του θείου της Πανάρη, αδελφού της μητέρας της. Ανατρέχει λοιπόν σε βιβλία που αναφέρονται στην εποχή που ερευνά, αλλά την ουσιαστική βοήθεια βρίσκει στις σημειώσεις του παππού της. Οι σημειώσεις αυτές, που γράφτηκαν ως αναμνήσεις χρόνια μετά τα συμβάντα, αναφέρονται στα διαδραματισθέντα κατά τη διάρκεια της Κατοχής στο νησί, καθώς και στο ρόλο που έπαιξαν οι Άγγλοι πράκτορες και οι αντιστασιακές οργανώσεις Παγκρήτιο Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ Κρήτης θα λέγαμε, και Ανωτάτη Επιτροπή Αγώνος Κρήτης και αργότερα Εθνική Οργάνωση Κρήτης, τον ΕΔΕΣ Κρήτης κατ’ αντιστοιχία. Ερευνώντας, η Βιργινία, θα ανακαλύψει πως οι κατακτητές παρέμειναν στην Κρήτη και ιδίως στην περιοχή των Χανίων πολλούς μήνες μετά την απελευθέρωση, μέχρι τον Αύγουστο του 1945, σε συνεννόηση με τους Άγγλους και τις εθνικιστικές οργανώσεις με καθαρό μοναδικό στόχο να εμποδίσουν το ΕΑΜ να αναλάβει την εξουσία στο νομό. Έτσι στο χρονικό διάστημα από τον Μάιο ως τον Ιούνιο του 1945 θα αποδυθούν σε αγώνα δρόμου και σε ανηλεή διαγκωνισμό οι Άγγλοι, οι δωσίλογοι και οι ντόπιοι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στα απελευθερωμένα Χανιά.
Καθ’ όλη όμως τη διάρκεια της Κατοχής συνέβησαν στα Χανιά γεγονότα συνταρακτικά που αφορούσαν, πολλές φορές, στην ίδια την ύπαρξη ανθρώπων οι οποίοι θερίστηκαν άωρα από τα δρέπανα των συμφερόντων. Ο παππούς τα καταγράφει κι η εγγονή διερευνά τις γωνίες που δεν φωτίστηκαν από την οπτική του παππού της και ζητά ασμένως να μάθει την καταγωγική της αλήθεια, όχι μόνο ως γόνος της οικογένειας Κριαρά, αλλά και ως κρητικιά, ως ελληνίδα, κυρίως όμως ως νέα γυναίκα στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Θέλει να ψαύσει τα καταγωγικά της σπάργανα που βρίσκονται στο μνημονικό αποθετήριο της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής εξέλιξης, αλλά κι εκείνα που κρατήθηκαν καλά κρυμμένα στα κλειστά αρχεία της καθεστωτικής αποσιώπησης, παρασιώπησης και διαστρέβλωσης.
Η Βιργινία, μέσα από αυτή τη διαδικασία αναζήτησης, όταν ο παππούς κλείσει τα μάτια του, θα έχει στο χέρι της το διαβατήριο της γνώσης και την ταυτότητα της αυτογνωσίας, ώστε να είναι σε θέση να πει: ξέρεις γιατί δικαιούμαι ν’ αφήσω πίσω μου τον 20ο αιώνα; Επειδή πλήρωσα τα διόδια για τον 21ο. Και μπορεί να το πει γιατί γνωρίζει πλέον ότι στη διάρκεια της εξέλιξης των κοινωνιών οι άνθρωποι αφήνουν το σημάδι τους, που θα επηρεάσει τη ζωή και των ανθρώπων που θα υπάρξουν αργότερα, όχι μονάχα με το καλό, με την αρετή, με την αξιοπρέπεια, με την εντιμότητα, με το δίκιο, αλλά και με το κακό, την υστεροβουλία, την εξαπάτηση, την ατιμία, την προδοσία, το έγκλημα, το ψέμα, το άδικο. Κι ακόμα χειρότερα, πολλές φορές, και με τα δυο μαζί, ταυτόχρονα, όπως, για παράδειγμα, όταν κάνεις μια πράξη απόδοσης δικαιοσύνης με την οποία θα αδικήσεις κάποιον ή κάποια αξία της ζωής. Έτσι ακριβώς όπως διατυπώνεται από την συγγραφέα, σε κάποιο σημείο της αφήγησης, με τα λόγια: το δίκιο, δυστυχώς, ποτέ δεν είναι μόνο δίκιο. […] το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, κι όσο πιο ζόρικο τόσο και πιο συχνά λημεριάζει με τ’ άδικο. Αντικριστά το δίκιο με το άδικο, γελώντας, για να μας δείχνουν τα δόντια τους.
Ας δούμε τώρα λοιπόν, αφού διηγηθήκαμε άκρες μέσες το μύθο του, κάποιες άλλες πλευρές και παραμέτρους του μυθιστορήματος:
Α. Σχετικά με τη Ιστορία, την μικροϊστορία, και την ιστορική αλήθεια.
1. Η οπτική και η στόχευση της Μάρως Δούκα βρίσκονται στους αντίποδες της σύγχρονης τάσης αναθεώρησης της νεώτερης Ιστορίας.
2. Από την αρχή του βιβλίου η Βιργινία, με την ερωτηματική σκέψη Πού χωνόμουν;, αναρωτιέται για το βάρος της απόφασής της να εισχωρήσει ερευνητικά, όμως συμπάσχοντας κι όχι σαν αποστασιοποιημένη μεταπτυχιακή ερευνήτρια, στην μικροϊστορία, που σημάδεψε τη ζωή και σημαδεύτηκε από τις πράξεις ανθρώπων, πολλοί από τους οποίους είναι συγγενικά της πρόσωπα, στα ευρύτερα πλαίσια της Ιστορίας. Όσο κι αν αναρωτιέται τόσο βαθύτερα θέλει να ερευνήσει και να γνωρίσει.
3. Η Βιργινία στην παιδική της ηλικία λαμβάνει από τη μητέρα της ένα μάθημα που αφορά στην έρευνα. Η μητέρα σε κάποια γωνιά του κήπου στο πατρικό σπίτι θάβει λίγα αγαλματίδια και κάποτε παρακινεί την κόρη της να σκάψει. Η μικρή ανακαλύπτει ένα επιχρυσωμένο αγαλματάκι. Η μητέρα τής μιλά για το θαύμα της ανασκαφής. Αργότερα ο πατέρας μαλώνει τη μητέρα έχοντας την άποψη ότι δεν είναι σωστό να μεγαλώνει ένα παιδί με την ιδέα πως σκάβοντας στον κήπο θα βρίσκει θησαυρούς. Η ενήλικη Βιργινία έχει συμβιβαστεί με την επίγνωση ότι η ανασκαφή δεν έδωσε αυθεντικά ευρήματα. Ωστόσο, πιστεύω, πως η Βιργινία, ανακαλώντας στη μνήμη αυτό το περιστατικό, διδάσκεται από την εξαιρετική παραβολή της Δούκα. Αφ’ ενός ότι στην έρευνα, της Ιστορίας εν προκειμένω, μπορεί η αξίνα μας να χτυπήσει πάνω σε χαλκευμένα τεκμήρια τα οποία θα μας οδηγήσουν σε λάθος δρόμο, ή, ακόμη, ότι μπορεί κάποια συμφέροντα, παρ’ ότι κινούνται από πρόθεση αγαθή, να μας παρέχουν πληροφορίες ελλιπείς, αφ’ ετέρου ότι η καταβύθιση στην Ιστορία και στην κοινωνική μνήμη την οδηγεί στην αυτογνωσία, στο ένδον σκάπτε.
4. Σε αρκετά σημεία του βιβλίου τίθενται ερωτήματα σχετικά με γεγονότα της Ιστορίας που δεν φωτίστηκαν αποτελεσματικά από την έρευνα ή αποσιωπήθηκαν ηθελημένα.
Η Βιργινία θα αναρωτηθεί κάποτε: Όλα λοιπόν είναι υπόθεση οπτικής γωνίας; Βλέπουμε ή δεν βλέπουμε κάτι πάντα σε σχέση με το φως και σε συνδυασμό με τη θέση μας απέναντί του; Και κάπου αλλού θα σκεφτεί: Είναι πολλά όσα δεν ξέρουμε κι ούτε θα μάθουμε ποτέ. Και παρακάτω, με αφορμή μια μονογραφία για τα γεγονότα στα Χανιά θα διαπιστώσει πικρά: είναι να θαυμάσεις για άλλη μια φορά πώς θα μπορούσες να παραχαράξεις ένα γεγονός χωρίς να πεις το παραμικρό ψέμα, απλώς και μόνο αποσιωπώντας ή και στρέφοντας αλλού το βλέμμα.
5. Ερευνώντας η Βιργινία μελετά τα βιβλία που εξιστορούν τα γεγονότα της εποχής και διατυπώνει την άποψή της για τους ανώνυμους, λέγοντας: Βιβλία και βιβλία με λίστες αγωνιστών, με φωτογραφίες εκτελεσμένων. Τόσοι και τόσοι επονίτες, τόσοι και τόσοι εφεδροελασίτες και ελασίτες και εαμίτες, ονομαστικά. Ύστερα η φράση: και άλλοι ή και πολλοί άλλοι. Οι άγνωστοι. Κι αυτοί, για μένα, οι μη ελεηθέντες, είναι το άλας. Να είσαι εκεί και να είσαι ανώνυμα. Χωρίς υστεροφημία και χωρίς φωτογραφία. Και πιο κάτω, η Βιργινία, με αφορμή την ηρωική πράξη του εργάτη Αλέκου Κουτσοδημητρόπουλου, ο οποίος στις 20 Μαϊου 1941, ενώ βομβαρδιζόταν η Κρήτη, μάζεψε τη σημαία που κυμάτιζε στο παλάτι της 5ης Μεραρχίας και την έκρυψε σπίτι του, αναλογίζεται για τον πατριωτισμό των απλών αγωνιστών σ’ αντίθεση με τον πατριωτισμό των ταγών: Κανείς δεν την είχε σκεφτεί και κανείς ποτέ δεν θα την αναζητούσε. Ο βασιλιάς και η συνοδεία του είχαν ήδη επιβιβαστεί σε βρετανικό αντιτορπιλικό και αναχωρούσαν απ’ το Λιβυκό για την Αίγυπτο.
6. Ένα από τα δευτερεύοντα μυθιστορηματικά πρόσωπα έχει την άποψη ότι πρέπει να διδασκόμαστε στα σχολεία την τοπική μας ιστορία. Διότι οι μικρές, οι τοπικές, οι αφανείς ιστορίες είναι που κάνουν τη Μεγάλη.
7. Κάποτε ο παππούς είπε στην εγγονή του ότι πηγές της Ιστορίας δεν είναι μόνο τα αρχεία, τα ντοκουμέντα, οι μαρτυρίες. Είναι και η σιωπή.
8. Η Βιργινία κρίνοντας το βιβλίο ενός άγγλου για τη Μάχη της Κρήτης και την Αντίσταση λέει: αναρωτιόμουν πώς και με ποιους όρους γράφεται η Ιστορία και από ποιες πηγές, αν δηλαδή, απ’ όποια όχθη κι αν βρίσκεσαι, σου αρκούν τα πολιτικά φιλαράκια σου, οι μαρτυρίες, οι αναμνήσεις και τα λογής χρονικά τους.
Β. Σχετικά με τον δωσιλογισμό
1. Ένας από τους άξονες στους οποίους αναπτύσσεται ο προβληματισμός της συγγραφέως είναι το φαινόμενο του δωσιλογισμού. Ακριβέστερα αυτό που για την περίπτωση της Κρήτης ονομάστηκε «πατριωτικός δωσιλογισμός». Γιατί οι επιφανείς δωσίλογοι, όπως γράφει η Δούκα, επιχειρούσαν με σπαραξικάρδιο τρόπο να αναδείξουν την «ανθρώπινη πλευρά» του δωσιλογισμού τους τον οποίο πρόβαλλαν ως «πατριωτικό». Είναι η στάση που υποβάλλεται από την συλλογιστική του συμβιβασμού: Πολεμήσαμε γενναία, νικηθήκαμε, αν σεβαστούμε τώρα τον εχθρό, θα μας σεβαστεί κι αυτός. Στάση που υπαγορεύει απόψεις όπως «αν δεν χτυπούσαν οι αντάρτες τους Γερμανούς στο Στείρι δεν θα σφαζόταν το Δίστομο» -για να ‘ρθούμε στα κοντινά μας.
2. Στον αντίποδα της παραπάνω επιλογής είναι η θέση, που διατυπώνεται ρητά από κάποιον ήρωα στο βιβλίο, ότι αξίζει τον κόπο ν’ αγωνιστεί κανείς ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του, όχι όμως για την τιμή της πατρίδας, αλλά για τη δική του τιμή την ανεκτίμητη.
3. Κι αλλού αναφέρεται ότι ηθικά διλήμματα δεν υπήρχαν παρά μόνο για τους επιρρεπείς προς τον δωσιλογισμό διλημματίες.
4. Υπάρχει όμως και ένα θέμα ταξικής αντιμετώπισης του δωσιλογισμού. Τι θέλω να πω: όταν φθάνει η ώρα της απελευθέρωσης ξεσπά η σωρευμένη αγανάκτηση από τις ψυχές των λαϊκών αγωνιστών και τότε εκφράζονται απόψεις για διαπόμπευση των γυναικών που συνευρέθηκαν με Γερμανούς προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί ή ακόμη και γιατί ερωτεύτηκαν. Σ’ αυτή την άποψη ο μυθιστορηματικός παππούς αντιτείνει: Μια κοινωνία που έχει ανάγκη τους αποδιοπομπαίους για να ταϊζει την υποκρισία της δεν είναι κοινωνία, είναι απόπατος. […]. Πώς είναι δυνατόν να οραματίζεσαι την ελευθερία και τη δικαιοσύνη και να μπουκάρεις νύχτα στο σπίτι μιας φτωχής γυναίκας που λοξοδρόμησε, διότι, βέβαια, δεν θα τολμήσεις να μπουκάρεις στο αρχοντικό της άλλης που δεξιώνεται τους Γερμανούς, όχι, μόνο της φτωχής την ξεχαρβαλωμένη πόρτα θα παραβιάσεις για να την κουρέψεις, να την επαναφέρεις, τάχα μου, στον ίσιο δρόμο.
5. Αλλά γιατί γίνεται κάποιος δωσίλογος; Η Βιργινία, μελετώντας βιβλία που εντωμεταξύ γράφτηκαν για τα γεγονότα στα Χανιά, αποκρυπτογραφεί τα αρχικά των δωσιλόγων που αναφέρονται στις σημειώσεις του παππού και ταλαντεύεται αν θα πρέπει να τους αποκαλύψει στο Χρονικό που γράφει. Λέει η Βιργινία: ούτε επρόκειτο να παραβιαστεί από μεριάς μου κάποιος κώδικας δεοντολογίας, αν σημείωνα τα ονόματά τους χωρίς περιστροφές. Διότι για ποια δεοντολογία της Ιστορίας θα μπορούσε να μιλήσει κανείς; Και εις τα επί καλού και εις τα επί κακού ο χρόνος είχε κάνει τη δουλειά του. Πόσοι εκτελέστηκαν εκείνο το καλοκαίρι, το τέταρτο; Και πόσοι απ’ αυτούς είχαν οδηγηθεί στα γερμανικά αποσπάσματα από καταδότες Έλληνες; Θα μπορούσε να τους αναγνωρίσει κανείς έστω κι ένα ελαφρυντικό; Τι ήθελαν; Ο Δημήτρης Παπαγιαννάκης, φέρ’ ειπείν. Ο Μιχάλης Πωλιουδόβαρδας. Ο Δημήτρης Τζεϊράνης. Και οι τρεις κακοθανάτισαν. Τι ήταν; Προδότες; Συνεργάτες των Γερμανών, σίγουρα. Αλλά γιατί; Απλώς για να βολευτούν; Από δίψα για εξουσία; Από θαυμασμό στους αήττητους; Από ανάγκη; Από μια δική τους αίσθηση πατριωτισμού; Από αγάπη στον βασιλιά; Από μίσος στους κομμουνιστές; Από βλακεία;
6. Κι ακόμη, η Βιργινία, προβληματίζεται για το αν η θεσμική τιμωρία των δωσιλόγων κι ακόμη περισσότερο η αυτοδικία απέναντι στους καταδότες, είχε τελικά κάποιο νόημα, αφού η ηθική των δωσιλόγων κυριάρχησε στη νεοελληνική πραγματικότητα.
7. Όπως και να ‘χει, η περίπτωση της Κρήτης, τουλάχιστον, σε τίποτα δεν δικαιώνει επιστημονικά τη θέση του επικεφαλής των συγχρόνων μας αναθεωρητών της Ιστορίας Στάθη Καλύβα ότι δηλαδή «η ανάπτυξη του ένοπλου δωσιλογισμού συναρθρώνεται με τον κατοχικό εμφύλιο πόλεμο και δεν μπορεί να μελετηθεί δίχως την παράλληλη μελέτη της εμφύλιας διαμάχης».
Γ. Σχετικά με την Αντίσταση, την Αριστερά, την Εθνική Οργάνωση Κρήτης, τον Μητροπολίτη Αγαθάγγελλο, τους εκπροσώπους της αστικής τάξης, τους Άγγλους και τον Εμφύλιο.
1. Στη μυθιστορηματική δράση, όπως προαναφέραμε, μετέχουν και πρόσωπα υπαρκτά που διαδραμάτισαν ρόλους στα ιστορικά γεγονότα της περιόδου που αποτελεί τον ιστορικό και κοινωνικό καμβά του βιβλίου.
Το μυθιστόρημα αποτελεί τη Σύνοψη του αγώνα του κρητικού λαού ενάντια στον κατακτητή αλλά και του εσωτερικού αγώνα, του άτυπου εμφυλίου, που διεξήχθη παράλληλα με τη γερμανική Κατοχή στο Νησί. Παρατίθενται εκατοντάδες ονόματα.
Από πλευράς της αριστερής, εαμικής πρωτίστως, ιδεολογίας κυρίαρχη είναι η μορφή του κομμουνιστή Βαγγέλη Κτιστάκη τον οποίο εκτέλεσαν οι Γερμανοί τον Ιούνιο του 1944. Ακόμη μέρος στην πλοκή παίρνουν ο στρατηγός Μάντακας, ο Μήτσος Βλαντάς, ο μαχητής του ΕΛΑΣ Στέφανος Σκαράκης, ο διοικητής του 14ου Συντάγματος Χανίων Στυλιανός Σφακιωτάκης, ο διοικητής της 5ης Μεραρχίας Κρήτης Γρηγόρης Κοντεκάκης, ο επιτελάρχης της Στέφανος Πρώϊμος, ο Κρίτωνας Κυανίδης ο καπετάν Άλκης Φλωριάς της Αντίστασης, ο Νίκος Μανουσάκης που έδρασε στις γραμμές του ΕΑΜ με το ψευδώνυμο Γαλάνης, κι ακόμη κάνουν κάποια περάσματα, θα λέγαμε με όρους θεατρικούς, ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης, ο Μάρκος Βαφειάδης, ο Αντώνης Μπριλλάκης, και άλλοι πάμπολλοι…
Από πλευράς της συντηρητικής ιδεολογίας κυριαρχούν οι προσωπικότητες του Μητροπολίτη Αγαθάγγελου διοικητή Κρήτης στην περίοδο της Κατοχής ο οποίος κινήθηκε στην κατεύθυνση να αποσοβεί τις τριβές στις διεπιφάνειες των συμφερόντων που συγκρούονταν, του αλλοπρόσαλλου Παύλου Γύπαρη, βενιζελικού αξιωματικού και πολιτευτή ο οποίος μετείχε στη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη, πολέμησε, επικεφαλής κρητών εθελοντών, στο πλευρό των Γάλλων στην Αλσατία και τη Λωραίνη, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετείχε στη Μικρασιατική εκστρατεία, πολέμησε στη Μάχη της Κρήτης, και στη συνέχεια ως εθνικιστής και δωσίλογος συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και πήρε πάνω του την υπόθεση του αντικομμουνιστικού αγώνα στο Νησί, η προσωπικότητα επίσης του ανένταχτου αγωνιστή Μανώλη (Μανιού) Πιμπλή που δολοφονήθηκε και σκυλεύτηκε τον Ιούλιο του 1944 από τρεις χωροφύλακες του δωσιλογικού Τάγματος Παπαγαννάκη. Για το θάνατο του Πιμπλή, ο οποίος είναι φίλος του μυθιστορηματικού παππού κάποιος εκδικείται, στο βιβλίο, εκτελώντας τον καταδότη και στο πρόσωπό του την αποτρόπαια πράξη της κατάδοσης. Επίσης μετέχουν στη δράση ο δήμαρχος Σκουλάς, ο συνταγματάρχης Νικόλαος Παπαδάκης, ο σμήναρχος Εμμανουήλ Κελαϊδής, ο Μπαντουβάς, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, άλλοι πολλοί…
Από μέρους της αγγλικής αποστολής είναι πολλά τα ονόματα που αναφέρονται και κάποια έχουν ρόλο καθοριστικό στις εξελίξεις, μεταξύ αυτών ο Ραλφ Στόκμπριτζ, που έμεινε γνωστός με το ψευδώνυμο Σήφης, ο Ζαν Φίλντινγκ, με το ψευδώνυμο Αλέκος, ο Τομ Νταμπάμπιν, με το ψευδώνυμο Γιάννης ή Ψειριάρης, ο Διονύσης Τσικλητήρας ο Ντένης, αλλά και ο κατοπινός συγγραφέας Πάτρικ Λι Φέρμορ που πήρε μέρος στην απαγωγή του Γερμανού Κράϊπε, και άλλοι πολλοί…
2. Το βάρος της αντιμετώπισης του κατακτητή στην Κρήτη σήκωσε, κατά κύριο λόγο, το ΕΑΜ., όμως όταν έφτασε η ώρα της απελευθέρωσης οι εαμίτες αντιμετωπίστηκαν από τους άγγλους και τους ντόπιους συνεργάτες τους ως εχθροί, στην περίπτωση των Χανίων μάλιστα ό,τι συνέβη έγινε με τη σύμπραξη και των γερμανών που παρέμειναν, με τις ευλογίες των άγγλων, ως τον Αύγουστο του 1945.
Εν όσω στην Αθήνα κρατούσαν ακόμη τα γλέντια της απελευθέρωσης, στις 12 Νοεμβρίου 1944 γίνεται η Μάχη της Παναγιάς, ανάμεσα στους Γερμανούς και τον ΕΛΑΣ, η οποία περιγράφεται εκπληκτικά στο βιβλίο.
Τα Χανιά, λέει κάπου η μυθιστορηματική θεία Ουρανία στην Βιργινία, αποκομμένα απ’ την Ελλάδα αλλά και απ’ την υπόλοιπη νήσο. Οι Γερμανοί πολιορκημένοι απ’ τους αντάρτες, οι αντάρτες επιτηρούμενοι απ’ τους Βρετανούς και οι Χανιώτες αναγκασμένοι να υφίστανται τη γερμανική κατοχή.
Τον Απρίλιο του 1945 γιορτάζουν οι Γερμανοί τα γενέθλια του Χίτλερ, προβαίνοντας και σε χειρονομίες ανθρωπισμού, αποφυλακίζοντας κρατουμένους των φυλακών Αγιάς.
Στις 22 Απριλίου 1945 οργανώνεται γεωργική και βιοτεχνική έκθεση των γερμανικών στρατευμάτων, με εισιτήριο εισόδου μάλιστα και τα έσοδα δόθηκαν στον Θεοφιλέστατο υπέρ των αναξιοπαθούντων κατακτημένων.
Η εφημερίδα των Χανίων Παρατηρητής έχει γίνει όργανο των κατακτητών, υπερακοντίζοντας όμως σε φιλογερμανισμό από τον υπερβάλλοντα ζήλο του έλληνα εκδότη της. Στις 3 Μαϊου 1945 κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο ύμνο στον Χίτλερ, με αφορμή την αυτοκτονία του.
Γιατί επιμένουμε σ’ αυτές τις αναφορές; Επειδή (διαβάζω από το μυθιστόρημα) η Γερμανία είχε παραδοθεί, ο πόλεμος είχε τελειώσει και ο Μπέντακ (πρόκειται για τον διοικητή της γερμανικής δύναμης στο νομό Χανίων), αν και αποκλεισμένος, επέμενε να επιβάλλει τους όρους του. Διευκρίνιζε, επίσης, ότι ειλικρινής μέριμνά του δεν ήταν μόνο η διατήρηση της ησυχίας και της τάξεως στην πόλη αλλά και η προάσπιση των συμφερόντων του ελληνικού πληθυσμού, εάν βεβαίως ο πληθυσμός δεν του έφερνε προσκόμματα. Σε διαφορετική περίπτωση, το γερμανικό στρατοδικείο θα εξακολουθούσε να λειτουργεί! Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η ανακοίνωση του Αγαθάγγελου προς τον πληθυσμό της κατεχόμενης περιοχής και ειδικότερον προς τον πληθυσμό της πόλεως. Επί του παρόντος, και μέχρι νεοτέρας εξελίξεως, οι Γερμανοί είναι αρμοδίως και από εκεί που πρέπει εξουσιοδοτημένοι να τηρήσουν οπωσδήποτε την τάξη. Καταλάβαμε; οι Άγγλοι εξουσιοδότησαν τους Γερμανούς να τηρήσουν την τάξη ώσπου να ξεμπερδέψουν με τον ΕΛΑΣ!
Ο ίδιος ο Μπέντακ έπειτα από χρόνια σε συνέντευξή του σε ελληνική εφημερίδα αποκαλύπτει ότι στις 8 Μαϊου 1945 πήγε στο Ηράκλειο να διαπραγματευθεί τους όρους παράδοσης με τους Άγγλους. Εκεί, λέει, παρουσία και ανώτερων Ελλήνων αξιωματικών υποχρεώθηκε από του Άγγλους να καταστείλει δια των όπλων τας επιθέσεις που εγίνοντο από οργανωμένας κομμουνιστικάς ομάδας. Θα μείνει τούτο εις την ιστορίαν του πολέμου, συνεχίζει, ασφαλώς μοναδικό παράδειγμα: μια μεραρχία που έχει αναγκασθεί εις παράδοσιν να διατάσσεται από την νικήτριαν δύναμιν να διατηρήσει τα όπλα της δια να αντιμετωπίσει τας επιθέσεις ενός τρίτου!
Ο Παύλος Γύπαρης που είχε ξεκινήσει από το 1944 τον Εμφύλιο στην περιοχή του Ρεθύμνου, καραδοκούσε να τεθεί στην υπηρεσία των Γερμανών με τις ευλογίες των Άγγλων στα Χανιά. Διαβάζω από το μυθιστόρημα: η ηγεσία της ΕΟΚ αγωνιζόταν να φέρει πάση θυσία και παντί τρόπω τον Γύπαρη στην πόλη, γνωρίζοντας ότι χωρίς τις δολοφονίες και το αντιεαμικό όργιο που θα επακολουθούσε δεν θα κατάφερνε να επικρατήσει πολιτικά και ότι θα έχαναν οι πατριώτες που την πλαισίωναν τα βουλευτιλίκια, τα νομαρχιλίκια, τα υπουργιλίκια και τα άλλα οφίκια που είχαν ονειρευτεί όταν εντάσσονταν στις γραμμές της.
Όπου στις 21 Μαϊου 1945 ο Βρετανός ταξίαρχος Πρέστον αναπτύσσει στον Αγαθάγγελο το σχέδιο κατάληψης των Χανίων κατόπιν της εκουσίας παραδόσεως των Γερμανών, και αφού τον ενημερώνει για το πού θα αναπτυχθούν τα τμήματα του εθνικού στρατού, του επισημαίνει ότι τα τμήματα του γερμανικού στρατού στην περιοχή Αλικιανού – Φουρνέ – Σκινέ θα παραμείνουν στις θέσεις τους με σκοπό να εμποδιστούν οι ελασίτες να κατευθυνθούν απ’ το Θέρισο προς την πόλη μέσω της δημόσιας οδού Αλικιανού – Χανίων.
Αυτά λοιπόν, τότε. Θέλετε κι άλλα; Στις 30 Ιουνίου 1945 μένουν ακόμη 1600 Γερμανοί στη Σούδα και σκοτώνουν ακόμη έλληνες πατριώτες.
3. Και η αριστερά; Πώς πραγματεύεται στο μυθιστόρημα το ζήτημα του Εμφυλίου η συγγραφέας;
Πολύ νωρίς, από το 1942 ακόμη, ο Βαγγέλης Κτιστάκης, υπαρκτό πρόσωπο, θυμίζω, συζητά με τον μυθιστορηματικό παππού και του λέει: ακριβώς επειδή πιστεύω στον κομμουνισμό, το ξέρω πως δεν ήρθε ακόμη η ώρα του σ’ εμάς εδώ, σηκώσαμε κεφάλι, όσο ελάχιστοι, στον κατακτητή, δεν το σηκώσαμε όμως σαν οραματιστές, το σηκώσαμε σαν ανυπότακτοι, κι αυτό εμείς οι κομμουνιστές οφείλουμε να το σεβαστούμε, να σεβαστούμε τον λαό που συμπορεύεται μ’ εμάς, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι πρέπει να τον σύρουμε και παραπέρα, ως εκεί που δεν είναι ακόμη έτοιμος.
Τα παραπάνω και ο υπόλοιπος εξαιρετικός διάλογος όπου αναπτύσσονται από τον Κτιστάκη θέσεις τις οποίες αν είχε συμμεριστεί το ΚΚΕ θα ήταν άλλη η φορά των πραγμάτων, διαβάζει η Βιργινία στις σημειώσεις του παππού της. Είναι άραγε ακριβής η αποτύπωση; Εδώ η συγγραφική δεινότητα και η εντιμότητα της Δούκα οδηγεί την Βιργινία στην υπονόμευση της αυθεντικότητας του διαλόγου υποθέτοντας ότι ίσως είναι «κατασκευασμένος» από τον παππού, προκειμένου ο ίδιος να δικαιολογήσει και να αθωώσει την μετέπειτα συντηρητική πολιτική του πορεία. Δημιουργείται έτσι το στοιχείο της αμφισβήτησης στον αναγνώστη, προσδίδοντας νέο ενδιαφέρον στην ανάγνωση.
Έγινε όμως Εμφύλιος στην Κρήτη; Η Βιργινία λέει κάπου: το άκουγα από μικρή αυτό. Ότι στην Κρήτη δεν υπήρξε αλληλοσπαραγμός. Σωστά, εφόσον στην Κρήτη υπήρξε μόνο σπαραγμός. Σπαραγμός, κυρίως, στην πλευρά των εαμιτών. Ωστόσο έγινε κάποιας έκτασης Εμφύλιος.
4. Στο γραφείο του μυθιστορηματικού Πανάρη, ο οποίος ανήκει στη γενιά του Πολυτεχνείου, βρίσκεται αναρτημένη μία αφίσα από το έργο του Γκόγια «Ο Κρόνος τρώει ένα από τα παιδιά του», έργο του 1819. Η παρουσία αυτής της ελαιογραφίας από τη σειρά «μαύροι πίνακες» η οποία διαπερνά την αφήγηση και συχνά εμφανίζεται σε πρώτο πλάνο, αποτελεί το εικαστικό, θα λέγαμε, πικρότατο σχόλιο της Δούκα για τον Εμφύλιο και γενικότερα την κατάρα της φυλής μας να αλληλοσπαρασσόμαστε, της Ελλάδας να τρώει τα παιδιά της .
5. Και η ηγεσία της Αριστεράς στη διάρκεια της απελευθέρωσης, μετά τον Δεκέμβρη και τη Βάρκιζα πώς αντιμετώπισε τους λαϊκούς αγωνιστές; Η Δούκα δημιουργεί την ακόλουθη σκηνή τον Ιούλιο του 1945 στα Χανιά που θεωρώ ότι αποτελεί χαρακτηριστικότατο σχόλιο σ’ αυτό το ερώτημα. Τα διαδραματισθέντα αναθυμάται η μυθιστορηματική Βιργινία τοποθετώντας παρόντα και τον δημιουργημένο από τη ίδια μυθιστορηματικό επονίτη Στέφανο: ένας ελασίτης καπετάνιος με πλήρη εξάρτυση, δίκοχο, κιάλια, κλπ, μπαίνει με τ’ άρματά του στην πόλη. Το είχε τάμα, λέει στον Στέφανο, να περπατάει και ν’ ακούει τα τακούνια του στο πλακόστρωτο. Κινούνται οι δυο τους προς την εφημερίδα «Δημοκρατία». Και τι να δουν; Μπροστά τους ολοζώντανο τον γραμματέα Μήτσο Βλαντά στο πεζοδρόμιο να μιλάει μ’ έναν δημοσιογράφο. Αλλά εκεί που άπλωνε χαρούμενος το χέρι του ο ελασίτης στον τιμημένο γραμματέα, ο γραμματέας τον κάρφωσε μπλαβισμένος από οργή, τι κάνεις εσύ εδώ; τον αποπήρε, κι ύστερα, σαν να μετάνιωσε, τον έδειξε στον δημοσιογράφο κι άρχισε να χασκογελάει: Μασκαράδες έχουμε; Έσκυψε ο καπετάνιος το κεφάλι. Και τι να καταλάβει ο Στέφανος; […] Καλός δηλαδή ο ελασίτης, όταν τον ήθελαν στο βουνό, και τώρα που δεν τον ήθελαν, μασκαράς;
6. Σ’ ό,τι αφορά στα οράματα της αριστεράς, που ενέπνευσαν τους λαϊκούς αγωνιστές στην Αντίσταση, και τροφοδότησαν το πάθος αυτοθυσίας και αυτοκαταστροφής τους στον Εμφύλιο αργότερα, σκιαγραφείται η διάψευσή τους στην ακόλουθη αφήγηση της Βιργινίας που αναφέρεται στην εμπειρία του επινοημένου Στέφανου Βούρου, επονίτη στην Κατοχή, Μακρονησιώτη αργότερα, βιοτέχνη επίπλων στο τέλος του 20ου αιώνα: χρόνια αργότερα, έπειτα από ένα ταξίδι αναψυχής στη Σοβιετική Ένωση, θα σκεφτεί πικραμένος: Μπορούσες τότε να το φανταστείς, κακόμοιρο, ότι ο εικοστός αιώνας του πιο ελπιδοφόρου διεθνισμού θα κατέληγε στην πιο τυφλή μορφή εθνικισμού, στις γιγαντοαφίσες του Μπρέζνιεφ και του Μάο Τσε Τουγκ; Μπορούσες να το περιμένεις ότι το ίνδαλμά σου εκείνα τα μαύρα χρόνια ο Μήτσος Βλαντάς θα έφτανε το 1976 να παραδεχτεί, μιας και χαράχτηκε στο πετσί του, ότι η νέα ζωή στη σοβιετική πατρίδα, η ωραία, η καλή ζωή που λαχτάρησες κι εσύ παιδί, ήταν ακόμη πιο άδικη, ακόμη πιο υποκριτική, ακόμη πιο ταξική απ’ τη ζωή στις χώρες του καπιταλισμού;
Δ. Σχετικά με τα κύρια μυθιστορηματικά πρόσωπα
1. Η νεαρή Βιργινία χαρακτηρίζεται από την ευγένεια του μεγάλου τραύματος. Ο πατέρας της μοιχός και αυτόχειρας, η μητέρα αλκοολική, ο φίλος της χαμένος στις ουσίες και τελικά νεκρός, ιδεολογικά βραχυκυκλωμένη σ’ έναν καταστρεπτικό αναρχισμό, παρατημένη σχεδόν από τη ζωή, επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο κι επιστρατεύει την φιλοπερίεργη πλευρά του χαρακτήρα της και προσπαθεί να βρει ένα νόημα ζωής ερευνώντας την παρασιωπημένη ιστορία της Κατοχής στα Χανιά. Όσο ψάχνει τόσο περισσότερα ερωτήματα προβάλλουν και άλλο τόσο βλασταίνει η αμφισβήτηση για την αλήθεια και την ειλικρίνεια των πηγών πληροφόρησης, άλλο τόσο γιγαντώνεται το πάθος για δικαιοσύνη. Όσο πιο πολύ προχωρά στην έρευνά της προστίθεται μια ακόμη πληγή στην τραυματισμένη ψυχή της, αυτή που προέρχεται από τη συνειδητοποίηση της βρωμιάς, που ενυπάρχει στις σχέσεις των ανθρώπων. Αλλά τι δουλειά είχα εγώ με τους χαρούμενους; θα πει κάποτε. Όμως επιμένει να μάθει αυτά που η θεσμοθετημένη γνώση, μέσα από την εκπαίδευση της απέκρυψε. Επιμένει γιατί πιστεύει ότι η απώλεια της ατομικής ή συλλογικής μνήμης είναι απώλεια αξιοπρέπειας. Η Βιργινία μέσα από αυτή τη διαδικασία απολυτρώνεται. Και το πρώτο γιατρικό τής το προσφέρει η λογοτεχνία. Στο Χρονικό που γράφει η Βιργινία, μέσα στο μυθιστόρημα της Δούκα, δημιουργεί επινοημένους χαρακτήρες, όπως τον Στέφανο, με τους οποίους «κουβεντιάζει» και λέει κάπου: ένιωθα για πρώτη φορά τι σημαίνει να συνομιλείς με δικά σου πλάσματα. Πόσο μπορούν να σε παρηγορήσουν. Και στο τέλος θα εκφράσει ευγνωμοσύνη στον παππού της με τα λόγια: μόνο μέσα απ’ τον δικό σου μύθο θα μπορούσα να βυθιστώ στην Ιστορία, και μόνο μέσα απ’ το βύθισμά μου στην Ιστορία θα μπορούσα να αναζητήσω τον δικό μου μύθο, τη δική μου συνείδηση.
2. Ο παππούς Γιώργης Κριαράς, αστός, γιατρός, συνεργάστηκε με το ΕΑΜ χωρίς να ενταχθεί, αργότερα βουλευτής του Κέντρου, είναι ένα πρόσωπο που το παρελθόν του αποκαλύπτεται σιγά σιγά και μάλιστα, εν πολλοίς μέσα από την ανάγνωση του γραπτού των αναμνήσεών του, με όση υποκειμενικότητα μπορεί αυτό να κουβαλάει. Μια εφηβική μνήμη της Βιργινίας είναι η εξής: θα ‘μουν δε θα ‘μουν στα δεκατέσσερα, όταν ο πατέρας μου ειρωνεύτηκε τη μάνα μου ότι σιγά τώρα, ούτε κι’ εσείς ξέρατε ποιος ήταν ο πατέρας σας και τι έκανε, πότε εφεδροελασίτη τον λέτε, πότε ετατζή, όποιος κι αν ήταν, πάντως ένας τσιριμώκος ξετέλεψε. Ο Γιώργης Κριαράς στέκεται κριτικά απέναντι σε λάθη της Αριστεράς, και όταν η συνείδησή του εξεγείρεται προβαίνει σε μια ακραία πράξη απόδοσης δικαιοσύνης για την οποία θα τον βασανίζουν οι ενοχές ως να πεθάνει.
3. Ο θείος της Βιργινίας Πανάρης Κριαράς είναι ένα ακόμη πρόσωπο που δεν γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή του ή που γνωρίζουμε, αν θέλετε, περισσότερα γι’ αυτόν από το προηγούμενο μυθιστόρημα της Δούκα. Ανήκει στη γενιά του Πολυτεχνείου και λειτουργεί ως καθοδηγητής στην ερευνητική πορεία της Βιργινίας.
4. Η αδελφή του Ελεονόρα, μητέρα της Βιργινίας, παιδίατρος αλκοολική, χαρακτηρίζεται από την Βιργινία ξιπασμένη αλλά σεμνή κατά τα άλλα αρχοντοκνίτισσα.
5. Ένα άλλο πρόσωπο είναι ο Χάινριχ, γιος του Αρίφ. Ο Αυστριακός παππούς του απ’ τη μεριά της μητέρας του πολέμησε στην Κρήτη. Ο Χάινριχ και η Βιργινία έχουν μια σχέση που κινείται ανάμεσα στη φιλία και στον έρωτα, αλλά τελικώς αποδεικνύεται ατελέσφορη.
6. Τέλος υπάρχει ένα σχεδόν βουβό πρόσωπο, αυτό της Γεωργιανής Νίνο, που φροντίζει τον παππού. Μέσα από την Νίνο, η Δούκα, ιχνογραφεί πλευρές της συμβίωσής μας με τον αλλοεθνή Άλλο, συμβίωση με εξαρτημένη σχέση εργασίας, από την ευσυνειδησία και την ανθρωπιά του οποίου Άλλου μπορεί να εξαρτάται κάποτε η ίδια μας η αξιοπρέπεια εν ζωή.
Ε. Σχετικά με κάποια άλλα, τεχνικά ζητήματα της γραφής
1. Η Δούκα ξεκινά το μυθιστόρημα με τη βασική ηρωίδα να αφηγείται την επώδυνη εμπειρία της από την προβολή της ταινίας Straight Story = Αληθινή Ιστορία, του Ντέιβιντ Λιντς, που γυρίστηκε το 1999. Με αναφορά στην ίδια ταινία τελειώνει το μυθιστόρημα.
Ο κινηματογράφος ως Τέχνη, ως αίθουσα προβολής, ως τίτλος ταινίας, ως πρόσωπα ηθοποιών, διατρέχει το μυθιστόρημα.
2. Πλήθος διακειμενικών αναφορών χρησιμοποιεί η συγγραφέας. Από τον Βιζυηνό και το ποίημά του Το όνειρον, τον Σικελιανό, τον Βάρναλη, τον Καζαντζάκη, τον Βιργίλιο, την Άννα Φρανκ, τον Πεσσόα, τον Σεφέρη και τις Μέρες του, τον Μαβίλη και το σονέτο του Πλήρωμα χρόνου, γραμμένο τον Γενάρη του 1897 ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του στον απελευθερωτικό αγώνα του 1896 στο νησί, τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Σέξπιρ, τον Λούις Κάρολ, τον Τ. Ουίλιαμς, τον Γεώργιο Νασάκη ή Νασίκογλου, ο οποίος με το ψευδώνυμο Γεώργιος Παράσχος (ήταν αδελφός του Αχιλλέα Παράσχου) έγραψε το ποίημα Κρήτη εγειρομένη και έγινε θούριο από τον μαέστρο Σπυρίδωνα Καίσαρη και σύμβολο στους αγώνες 1895 – 1898. Ως και μία αναφορά στον τίτλο της νουβέλας της Πού ‘ναι τα φτερά, κάνει η Δούκα.
3. Εξίσου πλήθος αποτελούν οι αναφορές και τα παραθέματα από βιβλία σχετικά με την περίοδο που συντελέστηκαν τα ιστορικά γεγονότα που πραγματεύεται το μυθιστόρημα, βιβλία τα οποία η συγγραφέας μελέτησε και μάλιστα ένα στάθηκε αφορμή για να ψάξει βαθύτερα τις πηγές. Αρχίζω την απαρίθμηση από αυτό: Σταύρου Βλοντάκη Οχυρά θέσις Κρήτης, Βαγγέλη Χατζηαγγελή Βαγγέλης Κτιστάκης, Γιώργη Ψυχουντάκη Ο Κρητικός μαντατοφόρος, ο Ψυχουντάκης, βοσκός απόφοιτος Δημοτικού, μετέφρασε Όμηρο και επαινέθηκε από τον Στυλιανό Αλεξίου, Στέφανου Μυλωνάκη Ο επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελος Ξυρουχάκης, Εμμανουήλ Μυλωνά Μαρτυρία, Βαρδή Βαρδινογιάννη Η αντίσταση στο Σέλινο, Παντελή Μαράκη 208 15σύλλαβοι για τη Μάχη των Κεραμιών, Ανδρέα Γυπαράκη Καπετάν Γύπαρης, Στέλιου Διληντά ποίημα για το κολαστήριο των φυλακών Αγιάς, Κίμωνα Ζωγραφάκη και Αντώνη Σανουδάκη Το αγγλικό προσωπείο και ο “Black Man”, Στέφανου Πρώϊμου Ο ΕΛΑΣ Κρήτης, Πάτρικ Λι Φέρμορ Αυτοβιογραφικά κείμενα, Άντονι Μπίβορ Κρήτη η Μάχη και η Αντίσταση, Ζαν Φίλντινγκ Hide and Seek – Κρυφτό.
4. Ένα άλλο στοιχείο που στηρίζει πλευρές της αφήγησης είναι το όνειρο.
5. Όλα τα προαναφερθέντα films, όνειρα, διακείμενα, βιβλία, παραθέματα, χρησιμοποιούνται ως υπογραμμίσεις της μυθιστορηματικής δράσης, ως παραβολές ή ως διερμηνεύσεις των δρωμένων.
6. Κυρίαρχο ρόλο κατέχει, σ’ αυτή τη χρήση των διακειμένων, η ανάγνωση αποσπασμάτων από τον Ερωτόκριτο που κάνει η Βιργινία στο προσκέφαλο του παππού της. Τα αποσπάσματα λειτουργούν ως αντηχεία στα δρώμενα. Ο παππούς ζητά να του διαβάζει η εγγονή του στίχους από τη δράση του Χαρίδημου, του μόνου Κρητικού στον Ερωτόκριτο.
7. Στο μυθιστόρημα ενυπάρχουν οι ημερολογιακού τύπου αναμνήσεις του παππού και το Χρονικό που γράφει η εγγονή του. Μ’ αυτά τα ευρήματα η Δούκα διαχειρίζεται λογοτεχνικά τα ιστορικά γεγονότα. Έτσι έχουμε ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων και όχι ένα ιστορικό μυθιστόρημα.
8. Οι προλογικές δηλώσεις της συγγραφέως είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να διαβαστεί το μυθιστόρημα.
ΣΤ. Σχετικά με την ανθρωπιστική βάση του μυθιστορήματος
1. Το μυθιστόρημα της Δούκα, όπως και όλο το έργο της, δομείται σε μιαν βάση ανθρωπισμού. Αναφέρω χαρακτηριστικά κάτι που λέει ο Πανάρης για τον πατέρα του στη Βιργινία: όχι, ο παππούς σου, Βιργινία, ποτέ δεν θα ισχυριστεί ότι υπήρξε τιτάν, ότι πολέμησε στήθος με στήθος τους αλεξιπτωτιστές, ότι τον είχαν, ας πούμε, συλλάβει αλλά κατάφερε μες στα μάθια τους να δραπετεύσει, κι απέ να τρέξει και να ξεχώσει των προγόνων του τα γκραδάκια και τα μαλινχέρια και να πάρει σβάρνα τα χωράφια, να κυνηγά και να σφάζει τους εναέριους εισβολείς. Ποτέ δεν θα την ξεστομίσει εκείνη την ανατριχιαστική φράση ότι το δέντρο της λευτεριάς ποτίζεται με αίμα.
2. Να ακόμη μία αποστροφή του παππού με αφορμή τον θάνατο του Νίκου Μανουσάκη, του εαμικού Γαλάνη. Γράφει στις σημειώσεις του: Άφησε τις σπουδές του στην Αθήνα για το Κόμμα, […] και τι κέρδισε; Διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες, διώξεις και πάλι διώξεις, βασανιστήρια, φυλακίσεις, εξορίες. […]. Και πέθανε μισερωμένος απ’ τις κακουχίες στα τριάντα επτά του. Για τον καλύτερο κόσμο που ονειρεύτηκε. Και ποιος δεν ονειρεύεται το καλύτερο; Καημένε Γιώργη, οικτίρει τον εαυτό του, άλλο να ονειρεύεσαι κι άλλο να δίνεις και τη ζωή σου για τα πιστεύω σου.
Όσο κι αν η θέση του παππού χαρακτηρίζει κάποιον που δεν είναι δειλός αλλά μετρημένος και φρόνιμος, κι όσο κι αν οι ιδεολόγοι της επαναστατικής πρωτοπορίας δεν λογαριάζουν τη ζωή τους, δεν παύει να μιλάμε για τη ζωή και, αισθάνομαι, ότι κλίνω προς την θέση του παππού περισσότερο από την Χικμετική ρήση αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς, πώς θα γίνουν τα σκοτάδια λάμψη;
3. Κάτι ακόμη. Μέσα στο μυθιστόρημα, σ’ ένα επίπεδο που διαπερνά οριζόντια την αφήγηση, γίνεται και μία διερεύνηση της τραγικότητας των γηρατειών, όταν συνοδεύονται από κατάρρευση του σώματος με ταυτόχρονη διαύγεια πνεύματος, με παρουσία, δηλαδή, της μνημονικής τυραννίας.
4. Τέλος εξαιρετική εντύπωση προξενούν οι αφηγήσεις μεγαθυμίας και συμπόνιας των απλών Χανιωτών για τους απλούς γερμανούς στρατιώτες.
Ζ. Εν κατακλείδι
1. Το μυθιστόρημα, ως εγχειρίδιο αυτογνωσίας και διερεύνησης της ιστορικής αλήθειας μιας ταραγμένης εποχής, στο βαθμό που φωτίζει ό,τι η θεσμική λειτουργία της πολιτείας κρατά στο σκοτάδι, τείνει να πάρει χαρακτηριστικά έργου εθνικού, όσο μεγαλόστομο κι αν ακούγεται.
2. Η αδελφή του παππού Γιώργη Κριαρά, η Ουρανία, ρωτάει την ανεψιά της Βιργινία: κι εσύ, μου λες τι σ’ έχει πιάσει, παιδί μου, πέρασαν τόσα χρόνια από τότε, τι θέλεις κι ασχολείσαι;
3. Την ίδια ερώτηση απευθύνω κι εγώ στην Μάρω Δούκα, έτσι για να ξεκινήσει η συζήτηση, αφού πρώτα την ευχαριστήσω για τη συντροφιά που μου κράτησε τον Δεκέμβριο με το βιβλίο της.
Γιώργος Χ. Θεοχάρης
Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011
βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου