Όχι, δεν ζήτησα τον ξένον ουρανό, / ούτε φτερούγας ξένης προστασία- / είμουν με το λαό μου τότε εδώ / όπου ο λαός μου ζούσε μες στη δυστυχία. Μ’ αυτήν την αφιέρωση-πρόλογο, στο Ρέκβιεμ, το 1961, η Άννα Αχμάτοβα δήλωνε την απόφασή της να μη διαλέξει το δρόμο της αυτοεξορίας, το 1917, αλλά να παραμείνει και να «δυστυχήσει» μαζί με το λαό της.
Η Αχμάτοβα έζησε για να δει τον πρώτο της σύζυγο Νικολάι Γκουμιλιόφ να εκτελείται το 1921, τον γιο τους Λεβ να συλλαμβάνεται και να φυλακίζεται, ξανά και ξανά, από το 1935 ως το 1956, τον τρίτο της σύζυγο Νικολάι Πούνιν να πεθαίνει, το 1953, σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Έζησε για να δει την εξολόθρευση μιας ολόκληρης γενιάς καλλιτεχνών και να μαρτυρήσει τις αυτοκτονίες του Γεσένιν, του Μαγιακόφσκι, της Τσβετάγιεβα, του Πιάστ, του Σομπόλ, του Κουζνετσόφ και του Φαντέγιεφ, τις εκτελέσεις του Μπάμπελ, του Μαντελστάμ, του Ναρμπούτ, του Βασίλιεφ και του Γκάστεφ. Έζησε στη Σοβιετική Ένωση και δημιούργησε έργο στέρεο, κόντρα σε κάθε αντιξοότητα.
Ο Βόλφγκανγκ Χέσνερ στη μονογραφία του για την Αχμάτοβα (πρώτη έκδοση στα γερμανικά 1998) ξεδιπλώνει την αφήγηση αρχίζοντας από το τέλος της δεκαετίας του 1880 και φθάνει μέχρι το 1966, χρονιά που έκλεισαν τα λυπημένα μάτια της Άννας πασών των Ρωσιών. Παρουσιάζονται τεκμήρια μιας εξαιρετικά πυκνής σε γεγονότα περιόδου της Ρωσίας και της κατοπινής Σ. Ένωσης. Με άξονα τη βιογραφία της ποιήτριας, ο συγγραφέας, αναδεικνύει ό,τι συνέβη προεπαναστατικά και μετά τον Οκτώβρη του ’17 στον καλλιτεχνικό χώρο και στο πολιτικό προσκήνιο και παρασκήνιο: συμβολισμός, ακμεϊσμός, φουτουρισμός, αλλά και σοσιαλιστικός ρεαλισμός και μετατροπή των συγγραφέων σε όργανα πολιτικής διαπαιδαγώγησης και τέλος ζντανοφική περίοδος και 20ο Συνέδριο.
Η Αχμάτοβα, προσωπικότητα αντιφατική στη διάρκεια μιας αντιφατικής ιστορικής περιόδου, διατήρησε την αξιοπρέπειά της απέναντι σε μιαν αδυσώπητη εξουσία. Η ποίηση ήταν, μάλλον, ο μόνος τρόπος να παραμείνει αξιοπρεπής και να αφήσει το καλλιτεχνικό ίχνος της σθεναρής της στάσης. Μια γυναίκα με τη δωρεά της δημιουργίας, πλέκει τη ζωή της αφ’ ενός με μια σειρά έντονων ερωτικών σχέσεων –πολλές φορές τραυματικών-, αφ’ ετέρου της τυχαίνει να ζει την επανάσταση που άλλαξε τον κόσμο. Έτσι η ποίησή της προκύπτει τόσο σημαντική γιατί, εκτός του ότι γράφεται από μια καλλιτέχνιδα που ερμηνεύει αποτελεσματικά την εποχή της, είναι ταυτόχρονα μια γυναίκα ερωτευμένη που ρουφάει τη ζωή.
Το ότι η Αχμάτοβα δεν προχώρησε –όπως πολλοί άλλοι- σε απόρριψη του προεπαναστατικού της έργου, αλλά το αναγνώρισε ως ισοδύναμο και ως προϋπόθεση της μετεπαναστατικής της δημιουργίας, οι νέοι ηγέτες το θεώρησαν ασυμβίβαστο με το μαρξιστικό δόγμα περί ανατροπής όλων των υλικών και πνευματικών δεσμών και αξιών κατά την προλεταριακή επανάσταση. Αυτό, η Αχμάτοβα, το πλήρωσε πικρά. Οι κορυφαίοι πρωταγωνιστές του Οκτώβρη ασχολήθηκαν μαζί της. Λέγεται ότι η διαταγή εκτέλεσης του συζύγου της, ποιητή, Νικολάι Γκουμιλιόφ, δόθηκε από τον ίδιο τον Λένιν. Ο Τρότσκυ, ο οποίος χρεώνει συλλήβδην τους ακμεϊστές (καλλιτεχνικό κίνημα στο οποίο πρωτοστάτησαν η Αχμάτοβα και ο Οσσίπ Μαντελστάμ) και τους συμβολιστές και παρνασσιστές στους αντεπαναστάτες (λευκούς), κατατάσσει την «πολυτάλαντη» Αχμάτοβα σ’ εκείνους τους καλλιτέχνες που «αναπολούν πόσο ωραίο ήταν το περιβόλι της παλιάς φεουδαλικής Ρωσίας» και αποφαίνεται πως ο λυρικός της κόσμος είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Ο Στάλιν έπαιξε μαζί της όπως η γάτα με το ποντίκι, πότε αφήνοντάς της ζωτικό χώρο, πότε στριμώχνοντάς την στον τοίχο, πότε τσαλαπατώντας τον περίγυρό της, πότε επαινώντας την, κάνοντας πάντως, σε κάθε περίπτωση, τη ζωή της πιο φρικτή.
Αυτή τη φρίκη, μέσα από την οποία ξεπήδησε το έργο μιας καλλιτεχνικά ανεξάρτητης και πολιτικά ελεύθερης γυναίκας, περιγράφει ο Χέσνερ στη μονογραφία του Άννα Αχμάτοβα: η θυελλώδης ζωή μιας μεγάλης ποιήτριας. Στο βιβλίο ο συγγραφέας (γεν. 1935) συστήνεται στον αναγνώστη ως ένας Ανατολικογερμανός ο οποίος διδάχθηκε, στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, στο μάθημα της Ρωσικής λογοτεχνίας, το έργο της Αχμάτοβα ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ποίησης νοσηρότητας και παρακμής. Ωστόσο το ίδιο το έργο διαθέτει, απ’ ό,τι φαίνεται, τόση δύναμη ώστε έδειξε στον νεαρό φοιτητή το δρόμο της συστηματικής μελέτης, πέρα από το μοντέλο σκέψης που επέβαλε η λογοτεχνική πολιτική και επιστήμη της Σ. Ένωσης και των άλλων χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Έτσι ο Χέσνερ κατόρθωσε αυτή την μονογραφία στην οποία η γραμμική, χρονικά, αφήγηση μας χαρίζει μια εξαιρετικά ευκρινή εικόνα της εποχής, των παθών και της ποίησης της «οδυρόμενης μούσας» (Ι. Μπρόντσκι).
Στην ελληνική έκδοση προτάσσονται, κατατοπιστικός πρόλογος της Μυρσίνης Γκανά και σημείωμα του Γιάννη Αντιόχου, ο οποίος υπογράφει την απόδοση των ποιημάτων που εμπεριέχονται. Στο τέλος παρατίθενται σύντομα κείμενα-μαρτυρίες για την Αχμάτοβα και Χρονολόγιο καθώς επίσης βιβλιογραφική παράθεση εκδόσεων έργων της Αχμάτοβα στη ρωσική γλώσσα και έργων σχετικών με την Αχμάτοβα και το λογοτεχνικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής της.
Πολύ καλή η μετάφραση της Ανίτας Συριοπούλου.
Η απόδοση των ποιημάτων από τον Γ. Αντιόχου μάλλον επιβεβαιώνει την άποψη ότι, ως τώρα, εκείνος που μετέφερε καλλίτερα τη συγκίνηση του λόγου της Αχμάτοβα στα ελληνικά παραμένει ο Άρης Αλεξάνδρου, ο οποίος διατύπωσε και τη θέση ότι «τα ποιήματα ξαναγράφονται, δεν μεταφράζονται».
[το κείμενο δημοσιεύτηκε και στην εφημ. ΑΥΓΗ]
Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης (Δεσφίνα Φωκίδος 1951) ζει στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας και εργάζεται στην εταιρεία Αλουμίνιον της Ελλάδος. Τύπωσε τις ποιητικές συλλογές: Πτωχόν Μετάλλευμα, εκδόσεις Εμβόλιμον, 1990, Αμειψισπορά, εκδόσεις της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Λεβαδείας, 1996, Ενθύμιον, εκδόσεις Καστανιώτη, 2004. Δημοσιεύει κείμενα λογοτεχνικής κριτικής και επιμελείται την έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Εμβόλιμον.Πηγή βιογραφικού: Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Αχμάτοβα έζησε για να δει τον πρώτο της σύζυγο Νικολάι Γκουμιλιόφ να εκτελείται το 1921, τον γιο τους Λεβ να συλλαμβάνεται και να φυλακίζεται, ξανά και ξανά, από το 1935 ως το 1956, τον τρίτο της σύζυγο Νικολάι Πούνιν να πεθαίνει, το 1953, σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Έζησε για να δει την εξολόθρευση μιας ολόκληρης γενιάς καλλιτεχνών και να μαρτυρήσει τις αυτοκτονίες του Γεσένιν, του Μαγιακόφσκι, της Τσβετάγιεβα, του Πιάστ, του Σομπόλ, του Κουζνετσόφ και του Φαντέγιεφ, τις εκτελέσεις του Μπάμπελ, του Μαντελστάμ, του Ναρμπούτ, του Βασίλιεφ και του Γκάστεφ. Έζησε στη Σοβιετική Ένωση και δημιούργησε έργο στέρεο, κόντρα σε κάθε αντιξοότητα.
Ο Βόλφγκανγκ Χέσνερ στη μονογραφία του για την Αχμάτοβα (πρώτη έκδοση στα γερμανικά 1998) ξεδιπλώνει την αφήγηση αρχίζοντας από το τέλος της δεκαετίας του 1880 και φθάνει μέχρι το 1966, χρονιά που έκλεισαν τα λυπημένα μάτια της Άννας πασών των Ρωσιών. Παρουσιάζονται τεκμήρια μιας εξαιρετικά πυκνής σε γεγονότα περιόδου της Ρωσίας και της κατοπινής Σ. Ένωσης. Με άξονα τη βιογραφία της ποιήτριας, ο συγγραφέας, αναδεικνύει ό,τι συνέβη προεπαναστατικά και μετά τον Οκτώβρη του ’17 στον καλλιτεχνικό χώρο και στο πολιτικό προσκήνιο και παρασκήνιο: συμβολισμός, ακμεϊσμός, φουτουρισμός, αλλά και σοσιαλιστικός ρεαλισμός και μετατροπή των συγγραφέων σε όργανα πολιτικής διαπαιδαγώγησης και τέλος ζντανοφική περίοδος και 20ο Συνέδριο.
Η Αχμάτοβα, προσωπικότητα αντιφατική στη διάρκεια μιας αντιφατικής ιστορικής περιόδου, διατήρησε την αξιοπρέπειά της απέναντι σε μιαν αδυσώπητη εξουσία. Η ποίηση ήταν, μάλλον, ο μόνος τρόπος να παραμείνει αξιοπρεπής και να αφήσει το καλλιτεχνικό ίχνος της σθεναρής της στάσης. Μια γυναίκα με τη δωρεά της δημιουργίας, πλέκει τη ζωή της αφ’ ενός με μια σειρά έντονων ερωτικών σχέσεων –πολλές φορές τραυματικών-, αφ’ ετέρου της τυχαίνει να ζει την επανάσταση που άλλαξε τον κόσμο. Έτσι η ποίησή της προκύπτει τόσο σημαντική γιατί, εκτός του ότι γράφεται από μια καλλιτέχνιδα που ερμηνεύει αποτελεσματικά την εποχή της, είναι ταυτόχρονα μια γυναίκα ερωτευμένη που ρουφάει τη ζωή.
Το ότι η Αχμάτοβα δεν προχώρησε –όπως πολλοί άλλοι- σε απόρριψη του προεπαναστατικού της έργου, αλλά το αναγνώρισε ως ισοδύναμο και ως προϋπόθεση της μετεπαναστατικής της δημιουργίας, οι νέοι ηγέτες το θεώρησαν ασυμβίβαστο με το μαρξιστικό δόγμα περί ανατροπής όλων των υλικών και πνευματικών δεσμών και αξιών κατά την προλεταριακή επανάσταση. Αυτό, η Αχμάτοβα, το πλήρωσε πικρά. Οι κορυφαίοι πρωταγωνιστές του Οκτώβρη ασχολήθηκαν μαζί της. Λέγεται ότι η διαταγή εκτέλεσης του συζύγου της, ποιητή, Νικολάι Γκουμιλιόφ, δόθηκε από τον ίδιο τον Λένιν. Ο Τρότσκυ, ο οποίος χρεώνει συλλήβδην τους ακμεϊστές (καλλιτεχνικό κίνημα στο οποίο πρωτοστάτησαν η Αχμάτοβα και ο Οσσίπ Μαντελστάμ) και τους συμβολιστές και παρνασσιστές στους αντεπαναστάτες (λευκούς), κατατάσσει την «πολυτάλαντη» Αχμάτοβα σ’ εκείνους τους καλλιτέχνες που «αναπολούν πόσο ωραίο ήταν το περιβόλι της παλιάς φεουδαλικής Ρωσίας» και αποφαίνεται πως ο λυρικός της κόσμος είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Ο Στάλιν έπαιξε μαζί της όπως η γάτα με το ποντίκι, πότε αφήνοντάς της ζωτικό χώρο, πότε στριμώχνοντάς την στον τοίχο, πότε τσαλαπατώντας τον περίγυρό της, πότε επαινώντας την, κάνοντας πάντως, σε κάθε περίπτωση, τη ζωή της πιο φρικτή.
Αυτή τη φρίκη, μέσα από την οποία ξεπήδησε το έργο μιας καλλιτεχνικά ανεξάρτητης και πολιτικά ελεύθερης γυναίκας, περιγράφει ο Χέσνερ στη μονογραφία του Άννα Αχμάτοβα: η θυελλώδης ζωή μιας μεγάλης ποιήτριας. Στο βιβλίο ο συγγραφέας (γεν. 1935) συστήνεται στον αναγνώστη ως ένας Ανατολικογερμανός ο οποίος διδάχθηκε, στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, στο μάθημα της Ρωσικής λογοτεχνίας, το έργο της Αχμάτοβα ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ποίησης νοσηρότητας και παρακμής. Ωστόσο το ίδιο το έργο διαθέτει, απ’ ό,τι φαίνεται, τόση δύναμη ώστε έδειξε στον νεαρό φοιτητή το δρόμο της συστηματικής μελέτης, πέρα από το μοντέλο σκέψης που επέβαλε η λογοτεχνική πολιτική και επιστήμη της Σ. Ένωσης και των άλλων χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Έτσι ο Χέσνερ κατόρθωσε αυτή την μονογραφία στην οποία η γραμμική, χρονικά, αφήγηση μας χαρίζει μια εξαιρετικά ευκρινή εικόνα της εποχής, των παθών και της ποίησης της «οδυρόμενης μούσας» (Ι. Μπρόντσκι).
Στην ελληνική έκδοση προτάσσονται, κατατοπιστικός πρόλογος της Μυρσίνης Γκανά και σημείωμα του Γιάννη Αντιόχου, ο οποίος υπογράφει την απόδοση των ποιημάτων που εμπεριέχονται. Στο τέλος παρατίθενται σύντομα κείμενα-μαρτυρίες για την Αχμάτοβα και Χρονολόγιο καθώς επίσης βιβλιογραφική παράθεση εκδόσεων έργων της Αχμάτοβα στη ρωσική γλώσσα και έργων σχετικών με την Αχμάτοβα και το λογοτεχνικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής της.
Πολύ καλή η μετάφραση της Ανίτας Συριοπούλου.
Η απόδοση των ποιημάτων από τον Γ. Αντιόχου μάλλον επιβεβαιώνει την άποψη ότι, ως τώρα, εκείνος που μετέφερε καλλίτερα τη συγκίνηση του λόγου της Αχμάτοβα στα ελληνικά παραμένει ο Άρης Αλεξάνδρου, ο οποίος διατύπωσε και τη θέση ότι «τα ποιήματα ξαναγράφονται, δεν μεταφράζονται».
[το κείμενο δημοσιεύτηκε και στην εφημ. ΑΥΓΗ]
Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης (Δεσφίνα Φωκίδος 1951) ζει στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας και εργάζεται στην εταιρεία Αλουμίνιον της Ελλάδος. Τύπωσε τις ποιητικές συλλογές: Πτωχόν Μετάλλευμα, εκδόσεις Εμβόλιμον, 1990, Αμειψισπορά, εκδόσεις της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Λεβαδείας, 1996, Ενθύμιον, εκδόσεις Καστανιώτη, 2004. Δημοσιεύει κείμενα λογοτεχνικής κριτικής και επιμελείται την έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Εμβόλιμον.Πηγή βιογραφικού: Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου