Η εκτέλεση του Ν. Μπελογιάννη
Του Μιχάλη Λυμπεράτου
Η καταδίκη του Μπελογιάννη σε θάνατο αντανακλούσε τη διπλή επιδίωξη, τόσο των Αμερικανών όσο και κέντρων εξουσίας μέσα και εκτός του ελληνικού κράτους, να αντιμετωπιστεί δραστικά κάθε ενδεχόμενο ανασύνταξης του κοινωνικού μετώπου στην Ελλάδα. Σε συνάρτηση με αυτό να αποτραπεί κάθε πιθανότητα για την πολιτική έκφραση ενός τέτοιου μετώπου με την μορφή μιας συμμαχίας μεταξύ της νεόδμητης ΕΔΑ και δυνάμεων του Κέντρου με κύριο άξονα την αριστερή πτέρυγα της ΕΠΕΚ του Πλαστήρα.
Αναφορικά με τον πρώτο στόχο, οι Αμερικανοί γνώριζαν ότι παρά την ήττα στον εμφύλιο, το κοινωνικό μπλοκ της αριστεράς κάθε άλλο παρά είχε αποδιαρθρωθεί. Οι εκλογές του 1950 και 1951 έδειξαν ότι στο εκλογικό σώμα υπήρχε μια ισχυρή, πιθανόν και ηγεμονική τάση, να καταργηθεί το κράτος έκτακτης ανάγκης, να περιοριστεί η περιστολή των πολιτικών ελευθεριών και κατά προέκταση να επανέλθει η οργανωμένη Αριστερά στην πολιτική ζωή. Το πρόβλημα, επομένως, ήταν ότι φάνταζε πολύ πιθανό το ενδεχόμενο αυτό και οι Αμερικανοί γνώριζαν ότι μόνο η διατήρηση ενός κράτους ειδικών συνθηκών θα απέτρεπε την ανασυγκρότηση αυτή.
Χαρακτηριστικό της προβληματικής αυτής είναι αυτό που συνέβη στην περίπτωση του Νίκου Νικηφορίδη, στις αρχές του 1951, όταν κράτος, παρακράτος και Αμερικανοί διαπίστωναν την ικανότητα μιας μικρής ομάδας κομμουνιστών νέων να συγκεντρώσουν, παρά το κλίμα διώξεων, μέσα σε μερικούς μήνες 60.000 υπογραφές στο κείμενο της «έκκλησης της Στοκχόλμης» υπέρ του πυρηνικού αφοπλισμού. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε ότι ισοδυναμούσε με ανασυγκρότηση των αριστερών οργανώσεων στην Ελλάδα και ότι υποδαύλιζε το κλίμα της μαζικής αντίδρασης έναντι της συμμετοχής στον πόλεμο της Κορέας, που είχε αρχίσει να στοιχίζει δεκάδες νεκρούς στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα.
Έτσι, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί απάντησαν δραστικά και στις 18 Ιανουαρίου 1951, για να τρομοκρατηθούν οι υπογράφοντες την «έκκληση» διέλυσαν το «Δημοκρατικό Φιλειρηνικό Μέτωπο Νέων» και συνέλαβαν τον Ν. Νικηφορίδη και 14 συνεργάτες του, με μόνη κατηγορία ότι συνέλεγαν υπογραφές. Το κατηγορητήριο αυτό διευρύνθηκε για να υπαχθεί στο νόμο 509 περί αντιμετώπισης της κομμουνιστικής συνομωσίας και στις 25 Φεβρουαρίου 1951, μόλις μετά από 20 μέρες ακροαματική διαδικασία, το Έκτακτο Στρατοδικείο καταδίκασε σε θάνατο τον Νικηφορίδη και σε ισόβια τους Λ. Δούκα και Ι. Δαμιανίδη. Σχεδόν 10 μέρες μετά, στις 6 Μαρτίου, εκτελέστηκαν στις φυλακές Επταπυργίου οι Κ. Ορφανίδης, Μ. Στογιάννης, Κ. Στρίντζος, Κ. Μήτσας, Χρ. Παπαδόπουλος, Ρ. Παραθυράς και ο Ν. Νικηφορίδης.
Το πόσο ευσταθούσε η καταδίκη αυτή ακόμα και σε σχέση με την ασφυκτική νομολογία του έκτακτου καθεστώτος, φαίνεται από το γεγονός ότι η έφεση δύο που δεν εκτελέστηκαν (γιατί οι συγγενείς τους επηρέασαν ένα στρατοδίκη που μειοψήφισε) έγινε δεκτή και αθωώθηκαν. Το γεγονός ότι έγιναν τόσο εσπευσμένα οι εκτελέσεις αυτές εξηγεί και τον δεύτερο στόχο των επιδιώξεων Αμερικανών και του κράτους σε σχέση με τις εκτελέσεις αυτές. Είχε διαφανεί ότι τμήμα της ΕΠΕΚ ήταν αποφασισμένο να σταματήσει τις εκτελέσεις, τις εκτοπίσεις και να προωθήσει ένα καθεστώς ειρήνευσης. Για αυτό ακριβώς το λόγο, εξαιτίας εσωκομματικών αντιδράσεων, ο Πλαστήρας θα σταματήσει την εκτέλεση 4 της «στενής αυτοάμυνας» της Αθήνας αλλά και 16 σπουδαστών της ΕΠΟΝ, που έτυχαν και της πλαισίωσης μεγάλης διεθνούς συμπαράστασης με υπογραφές των Αϊνστάιν, Ζ. Κιουρί κλπ. Το γεγονός επίσης ότι στις νέες καταδικαστικές αποφάσεις σε θάνατο, στις 21 Αυγούστου 1951, των Ν. Καρρά, Μανθ. Τσιμπουκίδη, Φ. Πασπαλιάρη και Δ. Αυγερινού εμφανίστηκε στο αναθεωρητικό δικαστήριο ως μάρτυρας υπεράσπισης ο Γραμματέας της Νεολαίας της ΕΠΕΚ Α. Πεπονής δημιούργησε την απαίτηση των Αμερικανών να περιοριστεί αυτή η υπόγεια διασύνδεση Αριστεράς και Κέντρου και να ενισχυθεί το τμήμα της ΕΠΕΚ που ήθελε ευθυγράμμιση με τις αμερικανικές επιδιώξεις. Όπως εκφράστηκε από τον παλιό κεντρώο πολιτευτή και πρώην αξιωματικό Λ. Σπαή, «αν εμείς αρνούμασταν την ανάληψη ευθυνών, τα πράγματα θα ήταν χειρότερα».
Έτσι, προκειμένου να αποτραπεί κάθε ενδεχόμενο κατάργησης του κράτους έκτακτης ανάγκης αλλά και συνεργασίας μεταξύ της Αριστεράς και του Κέντρου, χρησιμοποιήθηκε και η εκτέλεση του Ν. Μπελογιάννη. Το γιατί έφτασαν τα πράγματα μέχρι τη δολοφονία εξηγείται από το γεγονός ότι από την πλευρά της ΕΔΑ υπήρχε μια συγκατάβαση έναντι των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η κυβέρνηση Πλαστήρα, ιδίως σε σχέση με τομείς του κρατικού μηχανισμού (δικαιοσύνη, στρατός και δυνάμεις καταστολής), που με τη συνδρομή της αμερικανικής πρεσβείας δεν ελέγχονταν από την κυβέρνηση και λειτουργούσαν ως αυτονομημένοι πόλοι εξουσίας. Για να αποδυναμωθεί αυτή η ανεκτικότητα έπρεπε να υπάρξει μια πρόκληση που θα καθιστούσε αγεφύρωτο το χάσμα μεταξύ του δημοκρατικού κόσμου. Η πρόκληση αυτή δυστυχώς δεν μπορούσε να πάρει παρά τραγική τροπή, που απέδωσε και πολιτικά αφού για την Αριστερά ο Πλαστήρας ήταν πλέον, μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη, ο «Ιούδας της Δημοκρατίας». Δεν είναι τυχαίο ότι η πλάστιγγα έγειρε αποφασιστικά υπέρ της εκτέλεσης του Μπελογιάννη, όταν στις 17 Νοεμβρίου 1951 ξέσπασε φημολογία στις δεξιές εφημερίδες για μετεκλογική συνεργασία μεταξύ της ΕΔΑ και Πλαστήρα αλλά και εξαιτίας περικοπών στην αμερικανική βοήθεια στην Ελλάδα, φάνηκε ότι έσπαγε ο κρίκος της πολιτικής συνεργασίας μεταξύ της ΕΠΕΚ και του φανατικά αντικομμουνιστικού κόμματος των Φιλελευθέρων.
Το γεγονός ότι η υπόθεση Μπελογιάννη αφορούσε στη ματαίωση κάθε ενδεχόμενου να επιτευχθεί σύγκλιση κάποιων δυνάμεων του Κέντρου με την Αριστερά ενισχύεται και από το ότι ο Μπελογιάννης είχε τη φήμη μετριοπαθούς και μάλιστα, όπως φαίνεται από τα τηλεγραφήματα που έστελναν οι ασύρματοι στο Βουκουρέστι, ήταν ο βασικός υποστηρικτής της ιδέας για τη δημιουργία μιας ευρύτερης Αριστεράς του τύπου της ΕΔΑ. Επιπλέον, ανάμεσα στους κατηγορουμένους της υπόθεσης ήταν και ο Στ. Δρομάζος, το πρόσωπο το οποίο είχε σε μεγάλο βαθμό αναλάβει, εκ μέρους του ΚΚΕ όλες τις συνεννοήσεις, το καλοκαίρι του 1950, για τη δημιουργία μιας ευρύτερης δημοκρατικής εφημερίδας αλλά και τη συγκρότηση του δημοκρατικού μετώπου και τη διερεύνηση των πιθανοτήτων συνεργασίας με την ΕΠΕΚ.
Έτσι, την κρίσιμη στιγμή ανακαλύφθηκαν οι κρύπτες με τους ασυρμάτους της Αριστεράς, στις 14 Νοεμβρίου 1951, γεγονός που ανήγαγε το ζήτημα σε θέμα κατασκοπίας και εθνικής ασφάλειας και νομιμοποιούσε την εκτέλεση. Μαζί με τις κρύπτες επανερχόταν σε ισχύ ο νόμος 375/36 της δικτατορίας Μεταξά περί κατασκοπίας, μια ιδέα του Α. Κύρου, εκπροσώπου της Ελλάδας στον ΟΗΕ, ακριβώς για να νομιμοποιηθεί η στρατηγική αυτή και να αποτραπούν οι διεθνείς αντιδράσεις για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα. Κυρίως δε για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μην εκτελεστεί ο Μπελογιάννης, αφού στην πρώτη δίκη η κατηγορία ήταν τέτοια που θα επέτρεπε την μετατροπή οποιασδήποτε ποινής σε κάθειρξη (όπως προέβλεπε και ο νόμος «περί μέτρων ειρήνευσης» που σχεδίαζε η κυβέρνηση Πλαστήρα). Μάλιστα, μέσα στην ίδια την κυβέρνηση, το δεξιό κομμάτι της, όπως ο ίδιος ο υπουργός Εσωτερικών και εμπνευστής λίγα χρόνια πριν της Μακρονήσου Κ. Ρέντης, βρήκε την ευκαιρία να καταφέρει ένα ισχυρό πλήγμα στην αριστερή τάση της ΕΠΕΚ και για αυτό έσπευσε από την πρώτη στιγμή να προεξοφλήσει ότι η Ελλάδα βρισκόταν μπροστά σε μια καταφανή περίπτωση κατασκοπίας.
Να σημειωθεί ότι η «ανακάλυψη» των κρυπτών είχε προαναγγελθεί στην απόφαση της πρώτης δίκης Μπελογιάννη, όταν ο βασιλικός επίτροπος για πρώτη φορά, ζήτησε να επιστρατευθεί ο νόμος περί κατασκοπίας, παρότι, έτσι ή αλλιώς, με το υπάρχον κατηγορητήριο ο Μπελογιάννης και άλλοι δώδεκα είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Όμως η κυβερνητική εξαγγελία ότι όλες οι ποινές με τις παλιές κατηγορίες θα μετατρέπονταν σε ισόβια, κατέστησε επιτακτική την ανάγκη «ανακάλυψης» των κρυπτών, αφού όπως είχε προαναγγείλει η «Εστία» μόνο επί κατασκοπίας ήταν βέβαιο ότι θα τιμωρούνταν πραγματικά οι κομμουνιστές. Για να φανεί το μέγεθος της κρατικής αυτής συνομωσίας πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι με βάση τον νέο ποινικό κώδικα του Αυγούστου του 1950 οριζόταν ότι ακόμα και οι ποινές επί κατασκοπία σε καιρό ειρήνης θα ήταν ισόβια. Όμως, αιφνιδιαστικά, με αξίωση του Παπάγου, την 31 Δεκεμβρίου 1950, ψηφίστηκε νέος νόμος που προέβλεπε και την διατήρηση των διατάξεων του Α.Ν 375/1936 που επιστρατεύθηκαν αργότερα.
Εξαιτίας των κρυπτών, οι οποίες είχαν εντοπιστεί πολύ πριν γίνει η αποκάλυψη τους, προκάλεσαν μια ολόκληρη βιομηχανία παραγωγής τεκμηρίων κομμουνιστικής συνομωσίας, σε σημείο που σε μεγάλο τμήμα των ελληνικών εφημερίδων διατυπώνονταν ανοικτά αιτιάσεις ότι η αστυνομία στο θέμα με τις κρύπτες λειτουργούσε τελείως ανεξέλεγκτα, κατασκεύαζε τα στοιχεία και ερευνούσε το θέμα ως παράκεντρο εξουσίας. Μάλιστα, το θέμα έφτασε μέχρι και στα δικαστήρια και η Αντιεισαγγελία του Αρείου Πάγου εξέδωσε πόρισμα για τις καταγγελίες αυτές που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τις εντολές τις είχε δώσει το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο Κ. Ρέντης. Ωστόσο, παρά την προσπάθεια νομιμοποίησης των μεθοδεύσεων αυτών, την ίδια στιγμή οι επιτελείς της Αστυνομίας (Βρανόπουλος, Πανόπουλος) κατηγορούσαν ο ένας τον άλλο ότι δρούσαν ανεξέλεγκτα. Στις 15 Μαίου 1952 μάλιστα ο Σαμπάνης, αρχηγός Αστυνομίας Πόλεων, παραιτήθηκε ενώ ο ίδιος ο υπουργός Εσωτερικών απειλούσε με παραίτηση επειδή αδυνατούσε να ελέγξει όλα τα κλιμάκια της αστυνομίας. Είναι χαρακτηριστικό του μεγέθους της μηχανορραφίας και του σκοπού για τον οποίο «ανακαλύφθηκαν οι ασύρματοι» ότι στον ίδιο τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ απορούσαν για καιρό πως η ανακάλυψη των ασυρμάτων δεν είχε γίνει νωρίτερα αφού τα μέτρα προφύλαξης ήταν τελείως ανεπαρκή. Μάλιστα ο Ν. Βαβούδης, ο κύριος χειριστής του ασυρμάτου στην Καλλιθέα, είχε μεταφέρει ήδη από τις 19 Απριλίου 1951 την απορία του στο Π.Γ του ΚΚΕ στο Βουκουρέστι, υπογραμμίζοντας τον άμεσο κίνδυνο να εντοπιστούν οι ασύρματοι.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι με μήνυμα από το σταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα», το ίδιο το ΚΚΕ είχε ζητήσει άμεση διενέργεια έρευνας γύρω από την αυτοκτονία του Βαβούδη, κατά τη διάρκεια ανακάλυψης του ασυρμάτου, αλλά και των περίφημων τηλεγραφημάτων που παρουσίαζε η Ασφάλεια, έρευνα που ζητούσε να αναλάβουν έγκριτοι νομικοί για να αποδειχθεί τι πραγματικά λένε αυτά τα τηλεγραφήματα και ποια κατασκευάστηκαν από την Ασφάλεια. Για το ΚΚΕ η όλη υπόθεση ήταν στημένη και ο Ρέντης «ξεφούρνιζε κακοφτιαγμένα τηλεγραφήματα ΚΚΕ προς την ΕΔΑ», ακριβώς για να εξασφαλίσει την άρση της νομιμότητας της.
Ενδεικτικό της παραβίασης κάθε έννοιας νομιμότητας είναι το γεγονός ότι τις ανακρίσεις διεξήγαγε ακόμα και το ίδιο το υπουργείο Εσωτερικών. Στις 8 Ιανουαρίου 1952 οι εφημερίδες έγραφαν ότι οι ανακρίσεις διεξάγονταν απευθείας από τον υπουργό Ρέντη,!!! με τη βοήθεια ανώτερων αξιωματικών. Εκτός από την ανάκριση του Μπελογιάννη, επρόκειτο και για αυτή του Δ. Μπάτση ενός δικηγόρου και διαπρεπούς οικονομολόγου, ο οποίος τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο ενώ στη δίκη αποδείχθηκε, ακόμα και με μαρτυρίες ανώτατων αξιωματικών της αστυνομίας, ότι δεν είχε καμία σχέση με τους ασυρμάτους αλλά μόνο έμμεση σχέση με το ΚΚΕ ως ενδιάμεσος στην μεταφορά κάποιων οικονομικών ενισχύσεων από το εξωτερικό προς το παράνομο κλιμάκιο του ΚΚΕ στην Αθήνα. Στις ανακρίσεις αυτές έπαιρναν μέρος και οι Αμερικανοί και το κλιμάκιο της CIA στην Ελλάδα με επικεφαλής τον Τ. Καραμεσίνη. Ο υπαρχηγός του Ρ. Ντρίσκολ ήταν εκείνος που ανέκρινε τον Ν. Μπελογιάννη και την Έλλη Ιωαννίδου.
Με την εξέλιξη αυτή των ασυρμάτων όλες οι υποθέσεις που αφορούσαν στον εμφύλιο άρχισαν πλέον να μετατρέπονται σε κατηγορίες κατασκοπίας, εντείνοντας το κλίμα κατατρομοκράτησης του πληθυσμού και ενισχύοντας τα επιχειρήματα. των δυνάμεων καταστολής. Έτσι, ακυρωνόταν πλήρως η πάνδημη απαίτηση, ακόμα και του Συναγερμού, για παροχή ενός καθεστώτος ειρήνευσης. Οι άνθρωποι πλέον δεν εκτελούνταν για κομμουνιστική συνομωσία, αλλά για υποτιθέμενη κατασκοπία υπέρ της Βουλγαρίας, όπως συνέβη στις 23 Μαϊου 1952 οι Χρ. Τούμπης και Ι. Μπάτσης.
Έτσι, ακριβώς νομιμοποιήθηκε και η εκτέλεση Μπελογιάννη και ακυρώθηκε de facto η πολιτική της εξειρήνευσης, όπως μεγάλο τμήμα του πολιτικού κόσμου της χώρας, ακόμα και δεξιών πολιτικών αποχρώσεων, διαπίστωνε. Μέσα στην ίδια την ΕΠΕΚ προκλήθηκε μια γενικευμένη αναταραχή, και οι Λ. Ακρίτας και Ν. Ασκούτσης, Ι. Μογγογιάννης, φανατικά αντίθετοι των εκτελέσεων, σχεδόν ανοικτά δημοσιοποιούσαν την άποψη τους. Ταυτόχρονα η νεολαία της ΕΠΕΚ Αθηνών έσπευδε να απαιτήσει την ματαίωση της εκτέλεσης.
Όμως η πολύ ισχυρή συντηρητική μερίδα στο εσωτερικό της ΕΠΕΚ, σε συνεργασία με άλλους κεντροδεξιούς συμμάχους της στην κυβέρνηση, υποστήριζε αταλάντευτα την πόλωση με την Αριστερά. Ήταν οι δυνάμεις που την ίδια στιγμή προωθούσαν και την πολιτική σύγκλιση με τις δυνάμεις της δεξιάς του Παπάγου. Ήδη από την εποχή της σύλληψης του Μπελογιάννη, στις 20 Δεκεμβρίου 1950, η τότε ΕΠΕΚ με πρόεδρο τον Εμ. Τσουδερό, -που αργότερα προσχώρησε στο Συναγερμό-, είχε ανακοινώσει ότι επικροτούσε πλήρως τα μέτρα κατά του κομμουνισμού, (που είχαν επανέλθει σε ισχύ την προηγούμενη μέρα της ανακοίνωσης της σύλληψης του Μπελογιάννη), αυτά που οδήγησαν στην παύση της αριστερής εφημερίδας «Δημοκρατικός» χωρίς στην ουσία κατηγορητήριο. Ο δε αρχηγός των Φιλελευθέρων Σοφ. Βενιζέλος, συνεταίρος του Πλαστήρα στην κυβέρνηση, είχε δηλώσει στις 17 Φεβρουαρίου 1950 ότι η Ελλάδα όφειλε να μεταβληθεί σε ορμητήριο ώστε να προελάσει ο δυτικός στρατός προς το Δούναβη «για να επιφέρει πλήγμα στην καρδιά της Ρωσίας». (!!!)Εκτός αυτού υπήρχαν πληροφορίες ότι ηγετικά στελέχη της ΕΠΕΚ αλλά και των Φιλελευθέρων είχαν συχνές συναντήσεις με αμερικανούς ανώτερους υπαλλήλους της πρεσβείας, στους οποίους και ανέπτυσσαν, κατά τις εφημερίδες, το πολιτικό πρόγραμμα των κομμάτων τους.
Το πρόβλημα ήταν ότι το τμήμα αυτό της ΕΠΕΚ και της κυβέρνησης, με τη λογική της πλήρους αποστασιοποίησης από την Αριστερά, είχε και την πλαισίωση μεγάλου τμήματος του κρατικού μηχανισμού και ιδίως της δικαιοσύνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη δίκη Μπελογιάννη άρχισε πριν ορκιστεί η κυβέρνηση Πλαστήρα-Βενιζέλου από φόβο μήπως καταργήσει η κυβέρνηση τα έκτακτα στρατοδικεία. (η δίκη άρχισε στις 19 Οκτωβρίου και η κυβέρνηση ορκίστηκε στις 27 Οκτωβρίου 1951). Είναι επίσης γεγονός ότι κάποιες περιορισμένες κυβερνητικές απόπειρες να αποφευχθεί η καταδίκη και η εκτέλεση του Μπελογιάννη, έπεσαν στο κενό, ακριβώς εξαιτίας αυτής της αντίδρασης του «βαθέος» κράτους. Έτσι, όταν ο Δ. Παπασπύρου και ο Κ. Ρέντης επιδίωξαν να μεταθέσουν το πρόβλημα με τις ποινές και να κερδίσουν χρόνο, πετυχαίνοντας αναβολή της δίκης, με τη μορφή της εφαρμογής των μέτρων για κατάργηση των εκτάκτων στρατοδικείων και την υπαγωγή των υποθέσεων τους στα πενταμελή Εφετεία., με εντολή του ΙΔΕΑ, ο πρόεδρος του Στρατοδικείου Ανδ. Σταυρόπουλος αρνήθηκε ρητά κάτι τέτοιο και μάλιστα απείλησε με αυτοκτονία.. Ο Πλαστήρας δεν κάλυψε τους συνεργάτες του και διέψευσε ότι υπέδειξε διακοπή της συνεδρίασης του Στρατοδικείου. Το ίδιο υποστήριξε και ο φερόμενος ως μεσολαβητής μεταξύ κυβέρνησης και στρατοδικείου υπουργός Εθνικής Άμυνας ναύαρχος Αλ. Σακελλαρίου.
Ωστόσο, παρά τις παρεμβάσεις αυτές του κράτους και του παρακράτους, το κυρίαρχο ζήτημα ήταν ότι μέσα στην κυβέρνηση είχε επικρατήσει η λογική ότι η εκτέλεση συνέφερε περισσότερο από την αποτροπή της. Είναι χαρακτηριστικό της μεθόδευσης σε σχέση με την υπόθεση Μπελογιάννη ότι ενώ στις 12 Δεκεμβρίου 1951 ο υπουργός Δικαιοσύνης κατέθεσε στη βουλή νομοσχέδιο για τα «μέτρα επιείκειας» το μοναδικό άρθρο του 4ου Κεφαλάιου του νομοσχεδίου μετέτρεπε σε ισόβια όλες τις θανατικές καταδίκες που είχαν επιβληθεί μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1951, μόνο και μόνο για να εξαιρεθεί ο Μπελογιάννης. Μάλιστα, ακόμη και ο βασιλιάς Παύλος διαπίστωσε την απροθυμία της κυβέρνησης να ματαιωθεί η εκτέλεση του Μπελογιάννη. Μάλιστα, παρατήρησε στον Υπουργό Δικαιοσύνης Παπασπύρου ότι δεν ήταν δυνατόν να αναβάλει την εκτέλεση επ΄ άπειρον, χωρίς να επιδιώκει η κυβέρνηση άμεσα να συγκαλέσει το συμβούλιο Χαρίτων για να λάβει απόφαση επί της δικογραφίας.
Δεδομένης της στάσης αυτής, και επειδή υποπτευόταν ότι επίτηδες καθυστερούσε η υλοποίηση των προεκλογικών δεσμεύσεων της ΕΠΕΚ, η ΕΔΑ απέρριψε τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης και κατηγόρησε ευθέως τον Πλαστήρα ότι και στο θέμα της κατάργησης των στρατοδικείων, ενώ τυπικά καταργούνταν με υπουργική απόφαση, δεν οριζόταν η ημερομηνία παύσης της λειτουργίας του, ακριβώς για εκδικάσουν την υπόθεση Μπελογιάννη. Μάλιστα, οι αγορητές της στη Βουλή μίλησαν ανοικτά για έναν πρωθυπουργό που υποσχέθηκε ειρήνη και «έχυσε νέο αίμα».
Ο ίδιος ο αρχηγός της ΕΠΕΚ και πρωθυπουργός Ν. Πλαστήρας, σταθερά εκφραστής της συντηρητικής μερίδας της ΕΠΕΚ και εντελώς αντίθετος με κάθε σχέδιο πολιτικής συνεργασίας με την Αριστερά, βλέποντας ότι η κατάσταση με τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της ΕΠΕΚ ξέφευγε από τον έλεγχό του, κάλεσε στα Παλαιά Ανάκτορα το διοικητικό Συμβούλιο της νεολαίας για να τους επαναφέρει στην τάξη. Όταν αυτοί αντέδρασαν διέγραψε όλη την ηγεσία της νεολαίας (Α. Πεπονή, Λ. Βούλγαρη, Εμ. Καλιτσουνάκη).
Ωστόσο, η επιδεικτική αυτή κίνηση δεν περιόρισε τις αντιδράσεις. Ο Γ. Καρτάλης υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης είχε υποδαυλίσει τις φήμες ότι θα παραιτούνταν και ενώ βουλευτές της ΕΠΕΚ συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Λ. Ακρίτα για να σχεδιάσουν την αντίδραση τους, ζητήθηκε και έκτακτη σύγκλιση της κοινοβουλευτικής ομάδας. Όμως, παρότι υπήρχαν πληροφορίες ότι εκεί υπεβλήθη μομφή κατά του υπουργού Δικαιοσύνης Δ. Παπασπύρου, κανείς δεν τόλμησε να γενικεύσει τις αντιδράσεις αυτές. Η μόνη αντίδραση ήταν ότι στις 27 Φεβρουαρίου 1952 ομάδα βουλευτών της ΕΠΕΚ ζήτησε με δημοσιοποίηση στον Τύπο να μην εκτελεστεί ο Μπελογιάννης Βεβαίως, την ίδια στιγμή κανείς δεν τόλμησε να αναλάβει και την ευθύνη. Ακόμα και ο αντικομμουνιστής και σε στενές σχέσεις με την αμερικανική πρεσβεία αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σ. Βενιζέλος όταν τον προσέγγισε ο Πασαλίδης αναφορικά με την ματαίωση της εκτέλεσης, παρέπεμψε απλά το θέμα στο Πλαστήρα στον οποίο απέδωσε την αποκλειστική ευθύνη.
Όμως, παρά τις επιμέρους δηλώσεις στον Τύπο, κανείς βουλευτής της ΕΠΕΚ δεν αναφέρθηκε στο θέμα της ματαίωσης της εκτέλεσης του Μπελογιάννη στη Βουλή, παρά την έντονή διαμαρτυρία της ΕΔΑ. Ο Μ. Κύρκος, που είχε προσχωρήσει στην ΕΠΕΚ από την ΕΔΑ, ήταν ο μόνος που καταφέρθηκε ανοικτά κατά της εκτέλεσης, υπογράμμισε ότι ήταν αδιανόητο να μην γίνεται σεβαστή η παγκόσμια κοινότητα και αναρωτήθηκε ποιος ήταν εκείνος που κυβερνούσε πραγματικά τη χώρα. Ο Δ. Παπασπύρου, υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης, έσπευσε, μάλιστα, να τον ανακαλέσει στην τάξη, επειδή δεν τηρούσε τον κανονισμό της βουλής(;;) Ο Κύρκος χαρακτήρισε γενικότερα τα μέτρα για το θέμα της ειρήνευσης ως «μέτρα αποφυλάκισης ανανηψάντων, πράγμα που υιοθετούσαν σιωπηλά και αρκετά στελέχη της ΕΠΕΚ
Έτσι, η εκτέλεση έγινε παρότι ο Πλαστήρας είχε δεσμευθεί προσωπικά, το Σεπτέμβριο του 1951, απαντώντας σε έκκληση 120 γυναικών θανατοποινιτών, ότι όσο ζούσε δεν θα γινόταν εκτελέσεις. Ο πρόεδρος της ΕΔΑ Γ. Πασαλίδης απευθύνθηκε μάλιστα στη βουλή στην κυβέρνηση και τη ρώτησε αν θα αρνηθεί τις εκτελέσεις των 8 που ήθελε ο Παπάγος. Φορτισμένος δήλωσε επίσης ότι αν η κυβέρνηση τις ματαίωνε, η ΕΔΑ θα την στήριζε όπως μπορούσε. Μάλιστα, με μια επιβεβαιωτική χειρονομία, η ΕΔΑ δεν στήριξε πρόταση μομφής που υπέβαλε ο Παπάγος κατά της κυβέρνησης, ελπίζοντας ότι αυτό θα βοηθούσε ώστε να ματαιωθεί η εκτέλεση.
Τελικά, ρόλο στην υπόθεση έπαιξε και η ασυνέπεια των ίδιων των αντιπάλων της εκτέλεσης μέσα στην κυβέρνηση. Παρότι μεγάλη μερίδα βουλευτών της ΕΠΕΚ αντιμετώπισαν το θέμα με εύγλωττη σιωπή και άφησαν να αιωρείται ότι θα αντιδρούσαν αν γινόταν η εκτέλεση, όταν αυτή ανακοινώθηκε και μάλιστα με τον παράνομο τρόπο που έγινε, παραιτήθηκε μόνο ο Αν. Ιωσήφ, υφυπουργός της προεδρίας της κυβερνήσεως, αν και άνθρωπος συντηρητικός πολιτικών πεποιθήσεων, ενώ ο Καρτάλης που απείλησε με παραίτηση, σύντομα έσπευσε να την ανακαλέσει.
Να σημειωθεί εδώ ότι από αρκετούς υποστηρίχθηκε η άποψη ότι λόγω ασθένειας ο Πλαστήρας δεν μπορούσε να αντιδράσει και η εκτέλεση έγινε ερήμην του. Αντιθέτως, ο Πλαστήρας, παρά την όποια ασθένεια του, «κατόρθωσε» να αμνηστεύει με διάταγμα της 15ης Ιανουαρίου 1952 τους αξιωματικούς του ΙΔΕΑ που είχαν προβεί σε πραξικόπημα στις 30-31 Μαρτίου 1951, διότι όπως ανέφερε η εισηγητική έκθεση του Παπασπύρου η κυβέρνηση δεν μπορούσε να φυλακίσει αξιωματικούς που «αρχικώς συσπειρώθηκαν προς την αποτελεσματικωτέραν δράσιν κατά των κομμουνιστών. Επιπλέον, επιδίωξε τη διάλυση της ΕΔΑ και τη δίωξη της «επί κατασκοπεία» και μάλιστα με επίσημες δηλώσεις του, που υποχρέωσαν εφημερίδες προσκείμενες στην ΕΠΕΚ να αποδυθούν σε αρθρογραφία «διόρθωσης» των δηλώσεων αυτών.(Προοδευτική Αλλαγή, Προοδευτικός Φιλελεύθερος).
Σε προανάκρουσμα των εκπεφρασμένων αυτών προθέσεων, στις 19 Ιανουαρίου 1952, σφραγίστηκαν με εντολή του υπουργείου Εσωτερικών τα γραφεία των εφημερίδων «Δημοκρατική» της ΕΔΑ και των «Φρουρών της Ειρήνης», της νεολαίας της ΕΔΝΕ. Η κυβέρνηση συνέλαβε δε και εκτόπισε εκ νέου τον Κ. Γαβριηλίδη, το Στ. Σαράφη, το Γ. Ιμβριώτη, τον Μ. Πρωϊμάκη, και το Ν. Τσόχα, όλους εκλεγμένους βουλευτές της ΕΔΑ. Ήταν η ίδια μέρα που ανακοινώθηκε ότι παραπεμπόταν εκ νέου ο Μπελογιάννης στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών. Μάλιστα ο ίδιος ο Πλαστήρας με δηλώσεις του δεσμεύτηκε ότι οι καταδικαστικές αποφάσεις του δικαστηρίου θα εκτελούνταν στο ακέραιο.
Ακόμα μια απόδειξη περί της δήθεν ανικανότητας του Πλαστήρα είναι αυτό που συνέβη με το ζήτημα προσδιορισμού του εκλογικού νόμου, την ίδια ακριβώς περίοδο με την υπόθεση Μπελογιάννη. Ο Πλαστήρας ήθελε το πλειοψηφικό που ζητούσαν οι Αμερικανοί, με σκοπό βεβαίως και να εξαναγκάσει την ΕΔΑ σε συρρίκνωση μέσω του εκλογικού διλήμματος των ψηφοφόρων της. Όμως τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης του αντιδρούσαν γιατί αυτό θα δημιουργούσε προϋποθέσεις μονοκρατορίας του Παπάγου που φαινόταν ως ο πιθανός νικητής των εκλογών. Μάλιστα, ο ίδιος ο υπουργός της κυβέρνησης Κ. Ρέντης, το Μάρτιο του 1952, επιδίωξε, επωφελούμενος από την ασθένεια του Πλαστήρα να καταθέσει κρυφά νομοσχέδιο υπέρ της απλής αναλογικής. Όταν το έμαθε ο Πλαστήρας, αν και ασθενής, προέβη αμέσως σε ανακοίνωση ότι η κυβέρνηση εμμένει στο πλειοψηφικό, αποδοκίμασε τον υπουργό του και συνεργάστηκε με την Αμερικανική πρεσβεία ώστε να ακυρωθούν οι πρωτοβουλίες του υπουργού του.
Όμως πέραν αυτού, την θεωρία του ανήμπορου Πλαστήρα έρχεται να διαψεύσει ο τρόπος που μεθοδεύτηκε η ίδια η εκτέλεση. Γνωρίζοντας την απόφαση του δικαστηρίου, είχε οργανωθεί η προσπάθεια να αποτραπεί η εκτέλεση με τον τρόπο που είχε αποτραπεί και σε άλλες περιπτώσεις: με χωνιά οι φυλακισμένοι ειδοποιούσαν όταν επρόκειτο να γίνει μεταγωγή τη νύχτα, άμεσα διοργανώνονταν μεγάλη συγκέντρωση έξω από την φυλακή και η εκτέλεση ματαιώνονταν. Αυτό είχε προετοιμαστεί και για τον Μπελογιάννη που επιπλέον διέθετε και την έμμεση συμπαράσταση δεκάδων ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων που περίμεναν με τις φωτογραφικές κάμερες ανά χείρας. Επομένως για να εκτελεστεί έπρεπε να παρακαμφθεί αυτή η κινητοποίηση.
Ακριβώς για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο μεθοδεύτηκαν τα εξής: λίγο πριν την εκτέλεση, στις 28 Μαρτίου 1952 συνεδρίασε το συμβούλιο των Χαρίτων, με μέλος τον Γ.Γ του υπουργείου Δικαιοσύνης Δ. Αγραφιώτη. Η απόφαση καθυστερεί και φτάνουν τα μεσάνυχτα ώστε να ληφθεί και, αν και καταδικαστική, δεν κοινοποιείται. Το πρωί της 29ης Μαρτίου ο υπουργός Δικαιοσύνης που μαθαίνει την απόφαση απευθύνεται στο βασιλιά για Χάρη χωρίς, όμως, να θέτει πολιτικό ζήτημα μετά τη σύμφωνη γνώμη του Πλαστήρα.(ο Γ. Παπανδρέου στην Καθημερινή της 6 Απριλίου 1952 θα ισχυριστεί ευθέως ότι το όλο θέμα ήταν μια πονηριά της κυβέρνησης για να μεταθέσει στο βασιλιά τις δικές της ευθύνες). Ο Παύλος με αφορμή αυτό (να σημειωθεί ότι αν είχε τεθεί θέμα παραίτησης μπορεί να δινόταν η χάρη γιατί ο Παύλος στη φάση εκείνη ήθελε να αποφύγει πολιτική κρίση), απορρίπτει τη Χάρη. Όμως και αυτό παρασιωπείται. Ο Παπασπύρου αργότερα ισχυρίστηκε ότι ήταν Σάββατο βράδυ και η απόρριψη του βασιλιά δεν έφτασε στο υπουργείο!!!. Οι δημοσιογράφοι τον πολιορκούν ακόμα και στις 12 τη νύχτα και εκείνος δηλώνει άγνοια. Εξαφανίζεται και δεν μπορεί να εντοπιστεί και αργότερα γράφεται ότι κατέλυσε σε ξενοδοχείο της Κηφισίας. Οι εφημερίδες πληροφορούν τους αναγνώστες τους ότι στις 5 το πρωί ο Παπασπύρου εντοπίζεται στο αεροδρόμιο και ετοιμάζεται να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη, και ενώ στέλεχος της ΕΠΕΚ τον ρωτά για το θέμα, αυτός διαψεύδει την εκτέλεση, που είχε πραγματοποιηθεί το προηγούμενο βράδυ.
Οι δημοσιογράφοι γνωρίζοντας ότι εκτελέσεις δεν γίνονται ποτέ την Κυριακή στην πλειονότητα τους δεν επέμειναν, παρότι πολιόρκησαν το υπουργείο Δικαιοσύνης μέχρι και τα μεσάνυχτα. Στις 2 τη νύχτα η αστυνομία αποκλείει ολόκληρη την περιοχή της Καλλιθέας που βρίσκονται οι φυλακές. Στις 3.25 οι μελλοθάνατοι ανεβαίνουν στην κλούβα της Χωροφυλακής. Στις 4.12 ακούγεται το παράγγελμα της εκτέλεσης στο Γουδί υπό το φως των προβολέων.
Στο σάλο που ξεσπά ο Παπασπύρου επικαλείται άγνοια. 30 βουλευτές της ΕΠΕΚ σε σύσκεψη κατηγορούν ευθέως τον Παπασπύρου ότι επίτηδες παραπλάνησε τους δημοσιογράφους. Ο Πλαστήρας επεμβαίνει και δηλώνει ότι ήταν απολύτως ενήμερος από τους υπουργούς του για τις εκτελέσεις. Όμως ο Παπασπύρου αποδίδει την ευθύνη στο Ρέντη και ο τελευταίος στην Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών. Ο Παπαπολίτης στην εφημερίδα της ΕΠΕΚ Προοδευτική Αλλαγή μιλά για έγκλημα και αποδίδει ευθύνες στον Παπασπύρου.
Έτσι, ολοκληρώνεται μια υπόθεση, από τις πιο τραγικές στην πολιτική ιστορία της χώρας. Η άμεση συνέπεια της είναι να διακοπεί κάθε σχέση της Αριστεράς με το Κέντρο, να αποδυναμωθεί ηθικά και πολιτικά ο Πλαστήρας και η ΕΠΕΚ και να ηττηθεί κατά κράτος στις εκλογές από τον Παπάγο, που σημειωτέον με έξυπνη τακτική κρατήθηκε σε απόσταση από την υπόθεση και μάλιστα μέσω του πολιτικού του συμβούλου Σπ. Μαρκεζίνη έσπευσε ακόμα και να διεκδικήσει και το ψευδεπίγραφο εύσημο εκείνου που θα επέβαλε την πολυπόθητη λήθη στη χώρα.
(Το συγκεκριμένο κείμενο είναι περιληπτική προσαρμογή ενός τμήματος μιας ευρύτερης εργασίας για τη Συγκρότηση της ΕΔΑ στα 1951-53)
Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι διδάκτορας Ιστορίας στο Πάντειο Παν/μιο, συγγραφέας του βιβλίου
"Στα πρόθυρα του Εμφυλίου πολέμου
Από τα Δεκεμβριανά στις εκλογές του 1946"
Η ομιλία του στο βιβλιοπωλείο μας κατά την παρουσίαση του βιβλίου του κυκλοφορεί στα γνωστά φυλλάδια μας ΣΥΝ – ΟΜΙΛΙΕΣ 2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου