Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

... κ’ είταν πολλά τσιγάρα πεσμένα στο πάτωμα ...

... Αξίζει να δούμε ψήγματα της ποιητικής του Γ. Ρίτσου που είναι παράγωγα της πολιτικής του εγρήγορσης και διαίσθησης αλλά και της πρόβλεψης, σ’ ό,τι αφορά στις διεργασίες που συντελούνταν, συν τω χρόνω, στους κόλπους της αριστεράς και της κοινωνίας.
Τα ποιήματα που θα ακούσουμε χαρακτηρίζουν και το επίπεδο αυτογνωσίας του ποιητή για τη θέση του ως δημιουργού μέσα στο λαϊκό κίνημα καθώς και για την επίγνωση που είχε ως προς την σαθρότητα των υλικών με τα οποία κατασκευάζονταν τα ευκαιριακά βάθρα των σκοπιμοτήτων, προκειμένου να τον ανεβάζουν, με τη θέλησή του, αναγορεύοντάς τον ως «ποιητή του λαού» και τα παρόμοια.
Ο Ρίτσος ήξερε και ό,τι ήξερε το έγραφε.
Όπως επισημαίνει η Λίζυ Τσιριμώκου στην πολύ χρήσιμη εισαγωγή της στον φρεσκοτυπωμένο τόμο (Τροχιές σε διασταύρωση, εκδόσεις Άγρα) της επιστολικής επικοινωνίας του ποιητή με την Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου: «… σωρεία μαρτυριών επιβεβαιώνει ότι ο Ρίτσος, παρά το γεγονός ότι λειτούργησε ενσυνείδητα ως βάρδος της Αριστεράς, δεν άφησε το άκαμπτο και σοβαροφανές προσωπείο της στράτευσης να καταργήσει τα ατομικά του χαρακτηριστικά […]. Υπενθυμίζουμε ότι ο «Αρίοστος ο Προσεχτικός», που πολύ σκανδάλισε στη δεκαετία του 1980 (όταν εκδόθηκε) με την «ανίερη» γλώσσα και λογική του όσους θεωρούσαν την ποίηση ανάπτυξη μιας προκήρυξης, γράφεται ήδη από το Φθινόπωρο του 1942 […] (εξ’ άλλου) η κριτική (και αυτοκριτική) στάση του Ρίτσου, όπως εμφανίζεται σταδιακά στην πλούσια ποιητική του παραγωγή, στο μέτρο που ακόμη μας αποκαλύπτει κρυφές πτυχές, εκπλήσσει με τη δύναμη της αυτογνωσίας που εκπέμπει, και την (κατά)πίεση που συσσώρευε».
Ας μη ξεχνάμε πως το 1978 –για παράδειγμα- στην ποιητική σύνθεση «Το τερατώδες αριστούργημα» γράφει:

[…]
ύστερα βλέπεις φοβόμουνα αυτή τη ρυθμική αλληλουχία
έπρεπε διαρκώς ν’ αλλάζω θέση για νάμαι πάντα παρών
συμφωνώντας με τις ιστορικές αλλαγές ανανεώνοντας τα είδη της κουζίνας
συμβαδίζοντας με τη μόδα των πανωφοριών
κρατώντας φυσικά κ’ εκείνο το βαρύ κασκόλ απ’ τ’ αλεξίπτωτο του ρώσου αεροπόρου στο χιονισμένο οροπέδιο απ’ τα χρόνια της κατοχής
και εκείνη τη δαχτυλογραφημένη απόφαση της παράνομης κομματικής συνεδρίασης όπου με αδελφική φροντίδα διατύπωναν το παράπονο οι σύντροφοι
ότι τα νέα ποιήματά μου διανθίζονται από κάποιες τάσεις μεταφυσικής
κ’ εγώ απαντούσα με πολύ μεταφυσικότερα ποιήματα ενός πολύ
βαθύτερου ρεαλισμού περίπου σαν εκείνον του Ζντάνωφ αλλά μαζί και με τις καταδικασμένες γάτες της Αχμάτοβα
θαρρώ είταν μαύρες καθόνταν πεινασμένες πίσω απ’ τα τζάμια
και κοιτούσαν τα παγωμένα νερά του Νιέβα ή του Μόσκβα δεν
καλοθυμάμαι
με δυο μάτια πλατιά σαν δυο παγωμένους αιώνες
[…]

κ’ ύστερα με τις διαδοχικές απελευθερώσεις με τα καινούργια συρματοπλέγματα
με τα καινούργια Συνέδρια με τα καινούργια αδιάβροχα
με τη διάσταση του Χρουστσώφ και του Μάο
κι αργότερα με την καινούργια διάσπαση της αριστεράς
ψάχνοντας απ’ την άλλη μεριά να βρούμε τον κόσμο
κ’ έπρεπε βέβαια μες στην έρευνά μας να περιληφθούν κ’ οι νεκροί μας
ν’ ακουστεί και η αδέκαστη γνώμη τους
γιατί αυτοί ακριβώς μας θυμίζαν βαθύτερα τα γεγονότα και το
χρέος μας
γιατί αυτοί ακριβώς όντας νεκροί
είταν οι μόνοι ανιδιοτελείς οι μόνοι αμνησίκακοι
δε διεκδικούσαν αξιώματα τίτλους διαμερίσματα παράσημα
ούτε καν ένα μνημείο από πλιθιά και μια γλάστρα γεράνια

αυτοί είχανε το κόκκινο άστρο της πληγής τους στο στήθος τους
ήξεραν πρακτική αριθμητική κ’ ελατοντούφεκο
είχαν σταυρωτά τα κορδόνια τους
μιλούσαν ήσυχα

κ’ έπρεπε πια κ’ εμείς να καταλήξουμε σ’ ένα συμπέρασμα σ’ ένα
μεγάλο κόκκινο πουλί σ’ ένα μεγάλο σφυροδρέπανο
κι άλλοι είταν κουρασμένοι και δύσθυμοι
κι άλλοι πηδούσαν σαν κουτσά σπουργίτια τις λακκούβες το νερό
στο λασπωμένο προάστιο
κι άλλοι είχαν αποκτήσει μερσεντές και διπλό ρετιρέ και κοίταζαν
αφ’ υψηλού τα λεωφορεία και τους πεζούς και τις τρύπιες
σημαίες
κι άλλοι κοιμόνταν με τα ρούχα και με τα παπούτσια έτοιμοι πάντα
για την παρανομία

κι άλλοι τα βλέπαν όλα τούτα σα σημάδια οριστικής αποτυχίας
κι άλλοι σημάδια ζωτικότητας του κινήματος
κι άλλοι σε καφενεία ή σε πολυτελή σαλόνια τόχαν ρίξει στην
αιώνια σφαλματολογία
κι άλλοι σταματημένοι 30 τόσα χρόνια πίσω όλο ψειρίζαν τις φανέλες τους θαρρώντας πως διορθώνουνε την ιστορία και πως
σκάβουν το μέλλον
κι άλλοι σχολίαζαν άπρακτοι καπνίζοντας τις ιδέες σαν τσιγάρα
κ’ είταν πολλά τσιγάρα πεσμένα στο πάτωμα
και τα πατούσανε με ωραία λουστραρισμένα παπούτσια
κι άλλο δεν είχαν τσιγάρο να βουλώσουν την πίκρα τους
κ’ η κοινωνιολογία είχε γίνει ζήτημα αποχρώσεων
κ’ η φιλοσοφία ζήτημα γκρίζων φτερών
[…]

Ας μη μας διαφεύγει –ξανατονίζω- πως αυτοί οι στίχοι εκδίδονται το 1978.

Η παραπάνω δημοσίευση αποτελεί τμήμα από τον πρόλογο του Γιώργου Θεοχάρη στην εκδήλωση του βιβλιοπωλείου για τον Γιάννη Ρίτσο (21-3-09).

Δεν υπάρχουν σχόλια: