Φωτογραφία από μια επίσκεψη του συγγραφέα στον λόφο του Γολγοθά στο μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς το 1967
Ένα από τα 17 διηγήματα του νέου βιβλίου του Κώστα Ακρίβου «Τελετές ενηλικίωσης» διαλέξαμε να σας προσφέρουμε τις Πασχαλινές μέρες που έρχονται. Ένα κείμενο που δένει με μοναδικό τρόπο, τα ουσιαστικά μηνύματα των γιορτινών ημερών με εικόνες και πράξεις μιας εποχής που σιγά σιγά ξεθωριάζει, ακόμα κι από τις μνήμες μας …
Μια μπλουτζίν πασχαλιά
1988, Μεγάλη Εβδομάδα. Η άνοιξη σε όλο το μεγαλείο: νερά που από χιόνι γίνονται τρεχούμενα, καινούριες μυρωδιές της γης, φρέσκα χρώματα, βελάσματα ζώων που η μοίρα τους το ‘χει να καταλήξουν στο αίμα.
Βαδίζουν σ’ ένα δρόμο γεμάτο λάσπες. Ο άντρας με σηκωμένα τα μανίκια, ξερακιανός, μια στυφή πίκρα στο μάτι, το μπόι του ένα κεφάλι κάτω απ’ τον ήλιο. Στον ώμο έχει το αρνί – αυτός το έσφαξε, με τα ίδια του τα χέρια. Δίπλα ένα αδύνατο αγόρι’ αμίλητο κι αυτό, αγωνίζεται να τον φτάσει στο δρασκέλισμα και στο ύψος. Στα χέρια κρατάει μια νάιλον σακούλα με τη συκωταριά και τα εντόσθια. Προχωράει μα ο νους του είναι αλλού: δεν βλέπει την ώρα να συναντηθεί με τους φίλους του, να βγουν στο λόγγο για να κόψουν ξύλα που τα θέλουν να κάψουν τον «Ιούδα» το απόγευμα της Λαμπρής. Φαντάζεται τη σκηνή και χαμογελάει. Σκέφτεται τη φωτιά που θα μπουμπουνίσει τον προδότη και δεν νιώθει ούτε κούραση ούτε βάρος στα χέρια.
Έχουν φτάσει στα πρώτα σπίτια του χωριού. Ασβεστωμένα όλα, οι κήποι φίσκα στο λουλούδι. Μονάχα ένα δίπατο ξεχωρίζει. Απεριποίητο, η αυλή χορταριασμένη, τα παραθυρόφυλλα κλειστά, ξεραμένος κι ο ασβέστης στους τοίχους. Ο άντρας κόβει λίγο το βήμα και λοξοκοιτάει. Το παιδί σκύβει κι άλλο το κεφάλι. Προχωρούν ένα δυο βήματα και ύστερα κοντοστέκονται. Το βλέμμα του παιδιού συνεχίζει να μένει καρφωμένο στο χώμα’ στ’ αφτιά του έχει το πείραγμα από τα άλλα παιδιά στο σχολείο: «Ρε συ, να το μούλικο η αδερφή σου!» και με κακία τού δείχνουν ένα κορίτσι με μεγάλα και πράσινα μάτια. Μεγάλα και πράσινα σαν του…
Του πατέρα του. Μόνο τα μάτια του πατέρα του έχουν το σχήμα και το χρώμα του άγουρου αμύγδαλου. Απ’ αυτόν τα κληρονόμησε η Αγγελικούλα, δικά του είναι. Του πατέρα που, όταν πριν από χρόνια εγκαταστάθηκε στο χωριό τους η «ξένη», αυτός βρήκε απάγκιο τα σκέλη της. Όταν γεννήθηκε η μικρή, τότε ήταν που το χωριό ήρθε και βούιξε. Η μάνα του πήρε να μαραζώνει, και η μία και η άλλη γιαγιά ως και μάγια έριξαν στην ποίξα και τη δείξα. Το αγόρι άκουγε τα κλάματα, τις κατάρες, τους ολονύχτιους καβγάδες. Έτσι μεγάλωσε και με τέτοια σκοτεινιά στην καρδιά ανηφόρισε τα έντεκα χρόνια της ζωής του.
Όλα αυτά κράτησαν μέχρι πριν από ένα χρόνο. Τότε, εντελώς ξαφνικά και χωρίς να δώσει λόγο σε κανένα, ξέκοψε ο πατέρας απ’ την «ξένη». Δεν ξαναπάτησε σπίτι της ούτε ακούστηκε σχόλιο σε βάρος του. Έφευγε νωρίς για τα κτήματα, γύριζε στην ώρα του. Οι γυναίκες σάστισαν μα δεν έβγαλαν τσιμουδιά μην τυχόν και ταράξουν την ανέλπιστη τύχη. Το αγόρι δεν έλεγε κι αυτό τίποτα από φόβο μη ματιάσει τη γαλήνη του σπιτικού. Αραίωσαν και στο σχολείο τα πειράγματα. Το βράδυ στην προσευχή του τραύλιζε ευχαριστημένο: «Μπρα… Μπράβο, Θε… θε.. θεούλη…»
Το περασμένο καλοκαίρι χτύπησε την πόρτα τους μια γειτόνισσα. «Το και το» τους είπε. Και ύστερα σιγανά μα χαιρέκακα: «Όλα εδώ πληρώνονται!» Ποια; Βρήκαν οι γιατροί στο αίμα της «ξένης» κάτι κακό και δεν της έμελλε ακόμα πολύς καιρός. Το βράδυ την ώρα του φαγητού όλοι κρυφοκοίταζαν τον πατέρα να δουν πώς θα αντιδράσει’ με χαρά, όπως λίγο πολύ και οι υπόλοιποι άντρες του χωριού, ή μήπως με οργή και ταραχή;
Τίποτα. Λες και δεν είχε συμβεί το παραμικρό, τελείωσε αυτός σιωπηλός το φαγητό του και ύστερα τους καληνύχτισε - ήταν «πολύ κουρασμένος». Έτσι κύλησε ο καιρός. Αναστέναξαν όλοι στην οικογένεια’ μαύρο σύννεφο πέρασε πάνω απ’ το κεραμίδι τους και τώρα τραβούσε να ρίξει αλλού την μπόρα. Έφτασε το καλοκαίρι, το φθινόπωρο, ήρθαν οι μέρες του Χριστού, τελείωσαν κι αυτές, άρχισε να πρασινίζει ξανά ο τόπος και τώρα, στα ξαφνικά, να ο πειρασμός και η κακιά στιγμή: οι δυο τους έξω απ’ το διαολεμένο σπίτι.
Ο πατέρας πήρε σιγά σιγά ν’ απομακρύνεται, δεν ήταν καιρός για πισωγυρίσματα. Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι να δει πού είναι και τι κάνει το παιδί. Ο μικρός είχε καρφωμένα τα μάτια στο σπίτι και δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. Μα τι στο καλό συνέβαινε;
Τις επόμενες κινήσεις του γιου του ο άντρας τις είδε και τις έζησε όπως σε μεγάλο πυρετό. Δίχως άλλη κουβέντα, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει ή να ζητήσει τη γνώμη του, το αγόρι άνοιξε το βήμα, μπήκε στην ξένη αυλή, προχώρησε ανάμεσα στα αφρόντιστα παρτέρια και πήρε να ανεβαίνει βιαστικά τη σκάλα. Σταμάτησε έξω από την πόρτα. Σήκωσε το χέρι και χτύπησε. Πέρασε ένα λεπτό, δύο, ένας ολόκληρος αιώνας. Ακούστηκε η σκουριασμένη πόρτα να τρίζει και εμφανίστηκε ένα κοριτσίστικο πρόσωπο με μάτι τσάγαλο. Έμειναν βουβά τα δυο παιδιά, το ένα να κοιτάζει το άλλο. Ύστερα κάτι είπε το αγόρι και έκανε μια κίνηση σκύβοντας. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, πήγε και στάθηκε δίπλα του λαχανιασμένο. Ο άντρας δεν γύρισε να το κοιτάξει. Συνέχισαν το δρόμο αμίλητοι.
Η μάνα τούς περίμενε στην εξώπορτα:
«Ζαφείρη, αργήσατε… Ανησύχησα…»
Πέρασαν μέσα. Πήρε τα πανωφόρια τους, φρόντισε να σκουπίσουν την υγρασία απ’ το πρόσωπο. Κάθισαν να φάνε. Είχε μαγειρέψει το αγαπημένο του φαγητό: χλωρά κουκιά με άνηθο. Το ψωμί ζεστό, έκοβαν τα χέρια, άλεθε η πείνα τους.
Το βράδυ εντόσθια να κάνουν μαγειρίτσα δεν είχαν’ δεν ρώτησε όμως να μάθει το γιατί. Μυστήρια πλάσματα οι μάνες: ξέρουν να διαβάζουν με το μέσα μάτι, να μην ξοδεύουν λόγια εκεί που δεν πρέπει. Για να νοστιμίσει το δείπνο της Ανάστασης, τσούγκρισαν δυο τρία αβγά παραπάνω, γέμισε κόκκινα τσόφλια το καλό τραπεζομάντιλο, ήπιαν κρασί, κοιμήθηκαν αγγελούδια.
Την τρίτη μέρα του Πάσχα κατέβηκαν με το αγροτικό στην πόλη. Ξάνοιγε ο καιρός και θα ‘πρεπε να προμηθευτούν υλικά για το φράχτη, σπόρους για τον μπαξέ, κλωστές και νήματα η μάνα.
Λίγο πριν το μεσημέρι βρήκε την ευκαιρία και τον τράβηξε μέσα σ’ ένα μαγαζί με ρούχα αντρικά.
Ο Ανδρέας ήταν το πρώτο αγόρι στο Γλυφονέρι που φόρεσε Levis 501, πεντάτσεπο, εφαρμοστό, με ραφές στο πλάι. Δώρο του πατέρα, το μοναδικό που πήρε ποτέ απ’ αυτόν. Επειδή είχε μπει στο δρόμο με τα ακυβέρνητα υγρά και τις ακριβές σιωπές.
Άντρας πια, τόσα χρόνια μετά, και το ‘χει φυλαγμένο. Κειμήλιο πολύτιμο.
Βαδίζουν σ’ ένα δρόμο γεμάτο λάσπες. Ο άντρας με σηκωμένα τα μανίκια, ξερακιανός, μια στυφή πίκρα στο μάτι, το μπόι του ένα κεφάλι κάτω απ’ τον ήλιο. Στον ώμο έχει το αρνί – αυτός το έσφαξε, με τα ίδια του τα χέρια. Δίπλα ένα αδύνατο αγόρι’ αμίλητο κι αυτό, αγωνίζεται να τον φτάσει στο δρασκέλισμα και στο ύψος. Στα χέρια κρατάει μια νάιλον σακούλα με τη συκωταριά και τα εντόσθια. Προχωράει μα ο νους του είναι αλλού: δεν βλέπει την ώρα να συναντηθεί με τους φίλους του, να βγουν στο λόγγο για να κόψουν ξύλα που τα θέλουν να κάψουν τον «Ιούδα» το απόγευμα της Λαμπρής. Φαντάζεται τη σκηνή και χαμογελάει. Σκέφτεται τη φωτιά που θα μπουμπουνίσει τον προδότη και δεν νιώθει ούτε κούραση ούτε βάρος στα χέρια.
Έχουν φτάσει στα πρώτα σπίτια του χωριού. Ασβεστωμένα όλα, οι κήποι φίσκα στο λουλούδι. Μονάχα ένα δίπατο ξεχωρίζει. Απεριποίητο, η αυλή χορταριασμένη, τα παραθυρόφυλλα κλειστά, ξεραμένος κι ο ασβέστης στους τοίχους. Ο άντρας κόβει λίγο το βήμα και λοξοκοιτάει. Το παιδί σκύβει κι άλλο το κεφάλι. Προχωρούν ένα δυο βήματα και ύστερα κοντοστέκονται. Το βλέμμα του παιδιού συνεχίζει να μένει καρφωμένο στο χώμα’ στ’ αφτιά του έχει το πείραγμα από τα άλλα παιδιά στο σχολείο: «Ρε συ, να το μούλικο η αδερφή σου!» και με κακία τού δείχνουν ένα κορίτσι με μεγάλα και πράσινα μάτια. Μεγάλα και πράσινα σαν του…
Του πατέρα του. Μόνο τα μάτια του πατέρα του έχουν το σχήμα και το χρώμα του άγουρου αμύγδαλου. Απ’ αυτόν τα κληρονόμησε η Αγγελικούλα, δικά του είναι. Του πατέρα που, όταν πριν από χρόνια εγκαταστάθηκε στο χωριό τους η «ξένη», αυτός βρήκε απάγκιο τα σκέλη της. Όταν γεννήθηκε η μικρή, τότε ήταν που το χωριό ήρθε και βούιξε. Η μάνα του πήρε να μαραζώνει, και η μία και η άλλη γιαγιά ως και μάγια έριξαν στην ποίξα και τη δείξα. Το αγόρι άκουγε τα κλάματα, τις κατάρες, τους ολονύχτιους καβγάδες. Έτσι μεγάλωσε και με τέτοια σκοτεινιά στην καρδιά ανηφόρισε τα έντεκα χρόνια της ζωής του.
Όλα αυτά κράτησαν μέχρι πριν από ένα χρόνο. Τότε, εντελώς ξαφνικά και χωρίς να δώσει λόγο σε κανένα, ξέκοψε ο πατέρας απ’ την «ξένη». Δεν ξαναπάτησε σπίτι της ούτε ακούστηκε σχόλιο σε βάρος του. Έφευγε νωρίς για τα κτήματα, γύριζε στην ώρα του. Οι γυναίκες σάστισαν μα δεν έβγαλαν τσιμουδιά μην τυχόν και ταράξουν την ανέλπιστη τύχη. Το αγόρι δεν έλεγε κι αυτό τίποτα από φόβο μη ματιάσει τη γαλήνη του σπιτικού. Αραίωσαν και στο σχολείο τα πειράγματα. Το βράδυ στην προσευχή του τραύλιζε ευχαριστημένο: «Μπρα… Μπράβο, Θε… θε.. θεούλη…»
Το περασμένο καλοκαίρι χτύπησε την πόρτα τους μια γειτόνισσα. «Το και το» τους είπε. Και ύστερα σιγανά μα χαιρέκακα: «Όλα εδώ πληρώνονται!» Ποια; Βρήκαν οι γιατροί στο αίμα της «ξένης» κάτι κακό και δεν της έμελλε ακόμα πολύς καιρός. Το βράδυ την ώρα του φαγητού όλοι κρυφοκοίταζαν τον πατέρα να δουν πώς θα αντιδράσει’ με χαρά, όπως λίγο πολύ και οι υπόλοιποι άντρες του χωριού, ή μήπως με οργή και ταραχή;
Τίποτα. Λες και δεν είχε συμβεί το παραμικρό, τελείωσε αυτός σιωπηλός το φαγητό του και ύστερα τους καληνύχτισε - ήταν «πολύ κουρασμένος». Έτσι κύλησε ο καιρός. Αναστέναξαν όλοι στην οικογένεια’ μαύρο σύννεφο πέρασε πάνω απ’ το κεραμίδι τους και τώρα τραβούσε να ρίξει αλλού την μπόρα. Έφτασε το καλοκαίρι, το φθινόπωρο, ήρθαν οι μέρες του Χριστού, τελείωσαν κι αυτές, άρχισε να πρασινίζει ξανά ο τόπος και τώρα, στα ξαφνικά, να ο πειρασμός και η κακιά στιγμή: οι δυο τους έξω απ’ το διαολεμένο σπίτι.
Ο πατέρας πήρε σιγά σιγά ν’ απομακρύνεται, δεν ήταν καιρός για πισωγυρίσματα. Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι να δει πού είναι και τι κάνει το παιδί. Ο μικρός είχε καρφωμένα τα μάτια στο σπίτι και δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. Μα τι στο καλό συνέβαινε;
Τις επόμενες κινήσεις του γιου του ο άντρας τις είδε και τις έζησε όπως σε μεγάλο πυρετό. Δίχως άλλη κουβέντα, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει ή να ζητήσει τη γνώμη του, το αγόρι άνοιξε το βήμα, μπήκε στην ξένη αυλή, προχώρησε ανάμεσα στα αφρόντιστα παρτέρια και πήρε να ανεβαίνει βιαστικά τη σκάλα. Σταμάτησε έξω από την πόρτα. Σήκωσε το χέρι και χτύπησε. Πέρασε ένα λεπτό, δύο, ένας ολόκληρος αιώνας. Ακούστηκε η σκουριασμένη πόρτα να τρίζει και εμφανίστηκε ένα κοριτσίστικο πρόσωπο με μάτι τσάγαλο. Έμειναν βουβά τα δυο παιδιά, το ένα να κοιτάζει το άλλο. Ύστερα κάτι είπε το αγόρι και έκανε μια κίνηση σκύβοντας. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, πήγε και στάθηκε δίπλα του λαχανιασμένο. Ο άντρας δεν γύρισε να το κοιτάξει. Συνέχισαν το δρόμο αμίλητοι.
Η μάνα τούς περίμενε στην εξώπορτα:
«Ζαφείρη, αργήσατε… Ανησύχησα…»
Πέρασαν μέσα. Πήρε τα πανωφόρια τους, φρόντισε να σκουπίσουν την υγρασία απ’ το πρόσωπο. Κάθισαν να φάνε. Είχε μαγειρέψει το αγαπημένο του φαγητό: χλωρά κουκιά με άνηθο. Το ψωμί ζεστό, έκοβαν τα χέρια, άλεθε η πείνα τους.
Το βράδυ εντόσθια να κάνουν μαγειρίτσα δεν είχαν’ δεν ρώτησε όμως να μάθει το γιατί. Μυστήρια πλάσματα οι μάνες: ξέρουν να διαβάζουν με το μέσα μάτι, να μην ξοδεύουν λόγια εκεί που δεν πρέπει. Για να νοστιμίσει το δείπνο της Ανάστασης, τσούγκρισαν δυο τρία αβγά παραπάνω, γέμισε κόκκινα τσόφλια το καλό τραπεζομάντιλο, ήπιαν κρασί, κοιμήθηκαν αγγελούδια.
Την τρίτη μέρα του Πάσχα κατέβηκαν με το αγροτικό στην πόλη. Ξάνοιγε ο καιρός και θα ‘πρεπε να προμηθευτούν υλικά για το φράχτη, σπόρους για τον μπαξέ, κλωστές και νήματα η μάνα.
Λίγο πριν το μεσημέρι βρήκε την ευκαιρία και τον τράβηξε μέσα σ’ ένα μαγαζί με ρούχα αντρικά.
Ο Ανδρέας ήταν το πρώτο αγόρι στο Γλυφονέρι που φόρεσε Levis 501, πεντάτσεπο, εφαρμοστό, με ραφές στο πλάι. Δώρο του πατέρα, το μοναδικό που πήρε ποτέ απ’ αυτόν. Επειδή είχε μπει στο δρόμο με τα ακυβέρνητα υγρά και τις ακριβές σιωπές.
Άντρας πια, τόσα χρόνια μετά, και το ‘χει φυλαγμένο. Κειμήλιο πολύτιμο.
Το βιβλίο "Τελετές ενηλικίωσης" του Κώστα Ακρίβου, με υπότιτλο Μια ζωή σε δεκαεφτά επεισόδια, πραγματεύεται το μείζον ζήτημα των πολλαπλών πλευρών ενηλικίωσης και των ανεξίτηλων ιχνών που αποτυπώνονται στην ψυχή, στον χαρακτήρα και συνεπώς στη συμπεριφορά του εφήβου αργότερα, ως ενήλικα.
Όλες οι ιστορίες διαπερνώνται, είτε από το ρίγος του παιδιού και του έφηβου μπρος στην προσδοκία της ζωής που ανοίγεται στο βάθος του χρόνου και στη συνειδητοποίηση της ροής των χυμών που αρχίζουν να αναβλύζουν μέσα στο σώμα του, είτε από την λύπη και την μελαγχολία που προκύπτει από την λειτουργία της ανάμνησης, όταν εκείνος που υπήρξε κάποτε νέος αναδιηγείται την ωραιότητα της νεότητάς του καθισμένος στο στασίδι των γηρατειών.
Εκείνος που ενώνει τις διηγήσεις είναι ο Αντρέας. Ο συγγραφέας δηλαδή χρησιμοποιεί το ίδιο όνομα για τους ήρωές του και μάλιστα, κάποιες φορές, το ίδιο πρόσωπο τον γιο του Λαυρέντη, τον Αντρέα, που όταν μεγαλώνει γίνεται γιατρός.
Στο εξαιρετικής ευαισθησίας διήγημα "Μια μπλου τζιν πασχαλιά" ο Αντρέας είναι ο πιτσιρίκος, που αποδίδει πολλαπλά δικαιοσύνη, δίνοντας αφ’ ενός άφεση στον πατέρα του για τις ηθικές του παρασπονδίες, σπάζοντας αφ’ ετέρου την κοινωνική καραντίνα στην οποία έχει θέσει το χωριό την εξώγαμη αδερφούλα του, κάνοντας μια χειρονομία αγάπης προς αυτήν.
Έτσι κι αλλιώς ο Ακρίβος σ’ όλες τις μικρές ιστορίες του δικαιολογεί τις άνομες, τις ανήθικες πράξεις των ηρώων του δημιουργώντας τα πλαίσια των δικαιολογιών τους. Βάζει τους φταίχτες να πληρώνουν και ταυτόχρονα οδηγεί τον αναγνώστη να δίνει άφεση αμαρτιών.
Απόσπασμα από κριτική του Γιώργου Χ. Θεοχάρη που θα δημοσιευτεί σε προσεχές τεύχος του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ
Ο Κώστας Ακρίβος έχει γεννηθεί το 1958 στις Γλαφυρές Βόλου και υπηρετεί ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Βιβλία του: Η Δοτική του Χάους (Νέα Σύνορα-Λιβάνης), Αλλοδαπή (Νέα Σύνορα-Λιβάνης), Στο κάτω κάτω της γραφής είναι ένα ψέμα (Κέδρος), Το γέλιο της έκτης μέρας (Κέδρος), Κίτρινο ρώσικο κερί (Κέδρος), Σφαίρα στο βυζί (Κέδρος), Καιρός για θαύματα (Κέδρος), Πανδαιμόνιο (Μεταίχμιο), Τελετές ενηλικίωσης (Μεταίχμιο) κ.ά.
Στο βιβλιοπωλείο μας, παρουσίασε το βιβλίο του «Πανδαιμόνιο» το Φεβρουάριο του 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου