Τον Γιάννη Ατζακά είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά οι φίλοι του βιβλιοπωλείου μας και να τον αγαπήσουν διπλά. Τόσο ως συγγραφέα όσο και ως άνθρωπο. Ζεστός και άμεσος δέθηκε με το ακροατήριο και η βραδιά κύλισε με τη μαγεία που μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια συνύπαρξη.
Ο Γιώργος Θεοχάρης προλόγισε την εκδήλωση και μικρό απόσπασμα του λόγου του παραθέτουμε:
Ο Γιάννης Ατζακάς εμφανίστηκε από το πουθενά και έκανε τη λογοτεχνική κοινότητα να μιλά για τη γραφή του. «Από το πουθενά» είναι βέβαια σχήμα λόγου, αφού αναδύθηκε από τα τρίσβαθα του μεγάλου τραύματος που του δώρισε η ζωή στα νηπιακά και παιδικά του χρόνια και μ’ αυτή την πικρή και βαριά σκευή έκανε λογοτεχνία. Γιατί ο κίνδυνος που ελλοχεύει για όποιον κάνει λογοτεχνία το βίωμα, είναι να εκτραπεί ο λόγος του σε στεγνό και αδιάφορο συγγραφικά και αναγνωστικά μελοδραματισμό. Κάτι που ο Ατζακάς απέφυγε.
Το 2007 με το βιβλίο Διπλωμένα φτερά διηγήθηκε τα παιδικά του χρόνια στο χωριό Θεολόγος της Θάσου, από το 1941 που γεννήθηκε ως το 1949 που έφυγε από το νησί. Ορφανεμένος από μάνα σχεδόν ασαράντιστος και με πατέρα αντάρτη στο Δημοκρατικό Στρατό, αγνοούμενο με τη λήξη του Εμφυλίου και τελικώς επιζώντα στις χώρες της σοσιαλιστικής υπερορίας, μεγαλώνει στο χωριό με τον παππού Γιάννη και τη γιαγιά Βενετία –μιαν αρχετυπική γυναικεία φιγούρα της ενεργητικής, αποφασιστικής, και συμπονετικής μητριαρχίας. Μέσα από τα χείλη του ενήλικα που επιστρέφει στο χωριό του και στο από χρόνια εγκαταλελειμμένο πατρικό σπίτι, διηγείται τις μνήμες που τον πονούν και τον ευφραίνουν, με τον τρόπο που τα μάτια και η ψυχή του μικρού παιδιού αποτύπωσαν τις συνθήκες ζωής στο χωριό και στο νησί, τους τρόπους των ανθρώπων, το πολιτικό πλαίσιο, έτσι όπως προσλαμβάνεται και διερμηνεύεται συναισθηματικά από το παιδί, καθώς και τη σχέση ζωής που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον μικρό και τη γιαγιά και τον παππού. Σχέσεις στοργής, καθοδήγησης, μαθητείας, ευγνωμοσύνης.
Το βιβλίο λειτουργεί επιπλέον ως εγχειρίδιο αγροτικής οικιακής και κοινοτικής οικονομίας, ως οδηγός πατριδογνωσίας της ελληνικής υπαίθρου. Όσοι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ζήσαμε στην επαρχία, διαβάζοντας τα Διπλωμένα φτερά, θα βρούμε γνώριμους χώρους και τρόπους ζωής.
Μέσα από το πρώτο βιβλίο αρχίζει να γράφεται το δεύτερο, ο Θολός βυθός. Εκδίδεται το 2008 και παίρνει το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Επάξια, κατά τη γνώμη μου. Θεωρώ πως αν ποτέ γίνει αντικειμενική αποτίμηση της αξίας των βραβευμένων κειμένων με κρατικά βραβεία, σε σχέση με τη λογοτεχνική τους αξία και μπορέσει να διερευνηθεί το επίπεδο διαπλοκής των συγγραφέων και των εκδοτών με τα μέλη των επιτροπών βράβευσης, τότε η περίπτωση Ατζακά θα είναι από τις ελάχιστες πεντακάθαρες και πιστεύω πως περιποιεί τιμή στους κριτές αυτή τους η επιλογή.
Στο βιβλίο μαθαίνουμε για τη ζωή του μικρού Γιάννη Αρχοντή –alter ego του συγγραφέα- στις Παιδουπόλεις της «Πρόνοιας Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος», επί 6 χρόνια, από το 1949 ως το 1955.
Δυο φωνές ακούγονται στο κείμενο, και οι δυο του Γιάννη Αρχοντή. Η πρώτη είναι του Παιδιού, το οποίο αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο. Η δεύτερη, σε τρίτο πρόσωπο, κοινολογεί τις σκέψεις του ενήλικα, εξηντάχρονου Αρχοντή.
Ο ενήλικας «ακούει» το παιδί προσδοκώντας από την αφήγηση ν’ ανασυνθέσει την πραγματική εικόνα του εαυτού του (ποιος και γιατί είναι ο Γιάννης Αρχοντής σήμερα). Η αφήγηση του παιδιού σιγά-σιγά ξεθολώνει τον μνημονικό βυθό μπροστά στα μάτια του ενήλικα. Η αφηγηματική αναδρομή από το παιδί ολοκληρώνεται σε μια νύχτα μυθιστορηματικού χρόνου του ενήλικα. Ο συγγραφέας βάζει το παιδί να αφηγείται με ηθελημένη αφέλεια.
Ο Ατζακάς, με ήπιο λόγο, περιγράφει την απόπειρα αποξήρανσης των αισθημάτων και συρρίκνωσης της ατομικότητας των παιδιών που έζησαν στις Παιδουπόλεις την ταραγμένη εκείνη εποχή. Αυτό προσπάθησαν να το πετύχουν με την ήπια συμπεριφορά απέναντι στα παιδιά, πολλά των οποίων προέρχονταν από αριστερές οικογένειες της υπαίθρου. Μέσω της «μητρικής – βασιλικής» φροντίδας, χωρίς βίαιες μεθόδους, στόχευαν στην αλλοτρίωση των παιδιών προσδοκώντας έναν ιδιότυπο ελληνοχριστιανικό γενιτσαρισμό.
Ο Ατζακάς δεν μεγεθύνει κάποιο ή κάποια γεγονότα της ζωής στις Παιδουπόλεις. Ο ήρωάς του διηγείται ψύχραιμα τη ζωή του και όπου νομίζει ότι απαιτείται αποδίδει δικαιοσύνη και κυρίως εκφράζει την ευγνωμοσύνη του σε όποιους του παραστάθηκαν παραμερίζοντας την καθεστωτική ιδιοτέλεια και σκοπιμότητα.
Ο Ατζακάς δεν ιστορεί, μυθιστορεί. Ο Θολός βυθός είναι μυθιστόρημα και ως τέτοιο βραβεύτηκε. Δεν είναι ιστορική καταγραφή, δεν είναι αυτοβιογραφία, όπως δεν είναι αυτοβιογραφία και τα Διπλωμένα φτερά. Και δεν είναι ηθογραφία. Όπου υπάρχει τέτοια «παρέκβαση» είναι μάλλον έκθεση της ανάμνησης από τις ψυχικές καταστάσεις στις οποίες περιήλθε ο ήρωας με αφορμή τα γεγονότα που κάθε φορά περιγράφει, όταν αυτά συνέβαιναν. Ο Ατζακάς έχει την ικανότητα να κάνει τη μαρτυρία του λογοτεχνία –εκεί είναι που κερδίζει το συγγραφικό παιχνίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου